Το γνήσιο ρεμπέτικο δεν ξεχνιέται, δεν σβήνει, όσο υπάρχουν ακόμη ρεμπέτες όπως ο βετεράνος μπουζουξής, συνθέτης και τραγουδιστής Μιχάλης Γενίτσαρης, 80 ετών, που με ζωντάνια νεανική, βγαίνει και τραγουδάει στο πάλκο! Από αύριο το βράδυ, επικεφαλής ρεμπέτικου συγκροτήματος εγκαινιάζει τη νέα σεζόν, σε έναν καινούργιο μουσικό χώρο. Στις «Σειρήνες» (Λεωφόρος Αλεξάνδρας και Δρόση).
 «Όταν μιλάμε για ρεμπέτικο, εννοούμε το γνήσιο, το αυθεντικό κι όχι τις απομιμήσεις», λέει ο Μιχάλης Γενίτσαρης
Δεν είχε συμπληρώσει καλά-καλά τα δέκα του χρόνια, όταν έπιασε στα χέρια του το μπαγλαμαδάκι και αυτοσχεδίαζε ο Μιχάλης Γενίτσαρης, ο θρυλικός βετεράνος του ρεμπέτικου. Απέναντι από το καφενείο του πατέρα του, στην Παλαμηδίου, στην Αγία Σοφία του Πειραιά, ήταν το καφενείο-χοροδιδασκαλείο του γενάρχη του ρεμπέτικου, του Γιώργου Μπάτη. Εκεί μέσα ανδρώθηκε και ζυμώθηκε με τους πρώτους γνήσιους ρεμπέτες ο Μιχάλης.
Η πρώτη του δουλειά ήταν να γυρίζει τη λατέρνα. Κάτω από τους ήχους της, ο Μπάτης μάθαινε χορό τους μάγκες. Η ιστορία της ζωής του αρχίζει από 'κεί. Το 1928. Πειραιάς, μάγκες, ντερβίσιδες, νταήδες, κουτσαβάκια, μπουζούκια, τραγούδια, χασίσια, αργιλέδες, τραγούδια. Κατοχή, αντίσταση, απελευθέρωση, εμφύλιος, μετεμφύλια εποχή, παρακράτος, δικτατορία, μεταπολίτευση.
Μια ζωή πολυτάραχη, ένας κύκλος από γεγονότα συγκλονιστικά κλείνουν μέσα τους την ιστορία ενός βετεράνου του ρεμπέτικου και του μπουζουκιού. Του Μιχάλη Γενίτσαρη, που αυτή τη στιγμή πατάει τα 80 του. Στέκει σαν βράχος και υπερασπίζεται με πάθος αυτό που γεννήθηκε μέσα του, ρίζωσε και απλώνεται εβδομήντα χρόνια. Το πηγαίο τραγούδι, το αυθεντικό ρεμπέτικο. Το παρουσιάζει και σήμερα, με την ίδια γνησιότητα, έτσι όπως άρχισε από μικρό παιδί.
Από σήμερα το βράδυ (και για όλη τη χειμερινή σεζόν) ο Μιχάλης Γενίτσαρης, με επίλεκτη ομάδα μουσικών θα παίζουν και θα τραγουδούν σ' έναν καινούργιο μουσικό χώρο (Λεωφόρος Αλεξάνδρας και Δρόση), στις «Σειρήνες».
«Τι να πρωτοθυμηθώ από τη ζωή μου, από τα χιλιάδες γεγονότα που έζησα στο πάλκο;». Ο Μιχάλης Γενίτσαρης σκαλίζει τις τρεις χορδές του αθάνατου μπουζουκιού του, μονολογεί, θυμάται, αφηγείται και στο τέλος της κουβέντας λέει τον μεγάλο του καημό: «Έχασα τη γυναίκα μου ξαφνικά, πριν από δύο χρόνια. Δεν μπορώ να το πιστέψω. Δεν το χωράει ο νους μου πως είμαι μόνος στη ζωή. Ο πόνος μου είναι μεγάλος. Τον ξεχνάω μόνο με το μπουζούκι μου. Αυτό τώρα πια είναι ο πιο καλός μου σύντροφος».
Η αναβίωση του ρεμπέτικου και ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται από νεώτερους τραγουδιστές και οργανοπαίκτες αυτά τα αθάνατα τραγούδια, δημιουργούν έναν προβληματισμό και μία διαφορετική συλλογιστική στον Μιχάλη Γενίτσαρη, τον άνθρωπο που στα παιδικά, εφηβικά και νεανικά του χρόνια βίωσε όλες αυτές τις καταστάσεις και έζησε από πολύ κοντά τα γεγονότα που δημιούργησαν την ιστορία του ρεμπέτικου. Ο Μιχάλης Γενίτσαρης έχει τη δική του άποψη και τη λέει:
«Το ρεμπέτικο τραγούδι αργοσβήνει. Κι όταν μιλάμε για ρεμπέτικο, εννοούμε το γνήσιο, το αυθεντικό. Αυτό που έζησε και δημιούργησε η δική μου γενιά. Ο δικός μας πυρήνας, ο πειραιώτικος. Των Μπάτη, Μάρκου, Δελιά, Στράτου, η άποψη του Καρυδάκια, των Σκριβάνων, του Γυαλία, του Δασκαλάκη, του Γκόγκου. Αυτό το ρεμπέτικο, το δικό μας το παλιό, δεν το 'χουν μέσα τους, οι σημερινοί καλλιτέχνες που ασχολούνται με το είδος. Η αντιγραφή στα ρεμπέτικα θέλει τέχνη. Βάζουν κάτω τους παλιούς δίσκους, τους αντιγράφουν για να τους παρουσιάσουν, αλλά τραγούδια όπως τα παίζουν κι όπως τα λένε σήμερα, μπορεί να είναι καλά, αλλά δεν έχουν τη γλύκα που είχαν όταν τα λέγαμε εμείς. Μπορεί ο ήχος των σημερινών μπουζουξήδων να έχει το ίδιο χρώμα, το δικό μας, το κόκκινο ας πούμε.
Όμως, άλλη απόχρωση κόκκινου το δικό μας το παλιό, άλλη απόχρωση κόκκινου το δικό τους το σημερινό. Μπορεί το δικό μας χρώμα να έχει ξεθωριάσει, ο ήχος όμως που βγαίνει από τα παλιά 78αρια είναι άφθαρτος, για τον απλό λόγο ότι είναι γνήσιος».
Την άποψή του αυτή, ο Μιχάλης Γενίτσαρης την δικαιολογεί, γιατί παίρνει σαν δεδομένο ότι οι σύγχρονοι οργανοπαίκτες και τραγουδιστές στα ρεμπέτικα δεν έζησαν και δεν ζυμώθηκαν μέσα, στα κουτούκια, τα παλιά καπηλειά. Και επισημαίνει: «Πώς μπορούν λοιπόν αυτοί οι εξαίρετοι καθ' όλα νέοι καλλιτέχνες να τραγουδήσουν μάγκικα τραγούδια; ʼλλο τόσο εγώ μπορώ να τραγουδήσω κρητικά!».
Λέει τα παράπονά του, τις σκέψεις του και θυμάται παλιά, αλλά κουρδίζει και το μπουζούκι του. Γιατί, εκτός των άλλων, ο Γενίτσαρης είναι ένας από τους ελάχιστους παλιούς ρεμπέτες που θεωρείται μύστης των κουρδισμάτων.
«Εγώ μάγκας φαινόμουνα», «Φυλακή και εξορία», «Έζησα στον υπόκοσμο, «Αλάνης και μπεκρής», «Οι Λαδάδες», «Καρδάρας» είναι τα πιο γνωστά τραγούδια του, που θα παρουσιάζει κάθε βράδυ ο Μιχάλης Γενίτσαρης. Επίσης θα παίζει και θα τραγουδάει 25 τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη, που ακούγονται πολύ σπάνια στα κέντρα διασκέδασης, καθώς και άλλα παλιά, γνωστά και άγνωστα, ρεμπέτικα.
Τον Μιχάλη Γενίτσαρη στο πάλκο των «Σειρήνων» θα πλαισιώσουν: ο σολίστ του μπουζουκιού Σπύρος Λιόσης, η Μαρία Καπετανίδου, η Γιολάντα Δαναού και δυο νέες φωνές του «σημερινού» τραγουδιού, η Κατερίνα Παπακωνσταντίνου και ο Δημήτρης Τσεκούρας. Τα μπουζούκια που θα παίζουν θα είναι τρίχορδα, υποχρεωτικά, γιατί αυτό αποτελεί μια απαράβατη αρχή του βετεράνου του ρεμπέτικου, που πιστεύει ότι οι τρεις χορδές βγάζουν πάντα τον καθαρό ήχο, τον ήχο της ψυχής.
ΤΑ ΝΕΑ , 30-10-1997 , Σελ.: P03 Κωδικός άρθρου: A15977P031 |