"Αντιλαλούν οι φυλακές", το ξεχωριστό και ξακουστό αυτό ρεμπέτικο τραγούδι, που το σημαδεύουνε στον Μάρκο Βαμβακάρη, πρωτοτραγουδήθηκε από την περίφημη "Πειραιώτικη Κομπανία", την πρώτη ιστορικά λαϊκή ορχήστρα, στα 1934-35, από τους Μάρκο, Ανέστο Δεληά ή Αρτέμη, Γιώργο Μπάτη και Στράτο Παγιουμτζή.
"Αντιλαλούν οι φυλακές τ' Ανάπλι κι ο Γεντί-κουλές. Αντιλαλούν τα σήμαντρα Συγγρού και Παραπήγματα. Αν είσαι μάνα και πονείς έλα μια μέρα να με ιδείς. Έλα πριν με δικάσουνε -αχ, κλάψε να μ' απαλλάξουνε".
Είναι παλιό κλασικό μουρμούρικο, για τη φυλακή, ζεϊμπέκικο, που το έγραψε σε δίσκο ο Μάρκος στα 1936. Στα 1960 το τραγούδησε σε δίσκο κι ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Τα "Παραπήγματα" ήταν στρατιωτικές φυλακές στο δρόμο Βασιλίσσης Σοφίας.
Αν και ο Μάρκος δεν πήγε φυλακή, όμως έγραψε γι' αυτή μερικά αριστουργηματικά τραγούδια όπως το "Στα σίδερα με βάλανε", το έγραψε προπολεμικά για κάποια σκορδόπιστη. Το ξεχωριστό χασάπικο "Ισοβίτης", που το έκανε δίσκο το 1936 και τραγούδησε ο ίδιος. Στα 1975 το τραγούδησε σε δίσκο και ο Γιάννης Κυριαζής. Έχει πολύ ενδιαφέρον αυτό το ρεμπέτικο, γιατί δίνει την ψυχολογία που έχουν οι ισοβίτες και οι καταδικασμένοι για εγκλήματα. Το τραγούδι αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε σε παλιό λαϊκό φυλλάδιο, αλλά και το "Τα βάσανά μου πληγώνουνε την καρδιά μου", ρεμπέτικο για τη φυλακή, που το έκοψε η αστυνομία, πολύ όμορφο χασάπικο. Βγήκε σε δίσκο το 1966 από τη RCA. Το μάζεψε η χούντα μετά την 21η Απρίλη 1967. Τραγουδά ο ίδιος ο Μάρκος.
"Τα βάσανά μου πληγώνουνε την καρδιά μου και μου μαραίνουν τη ζωή δεν μούμεινε πνοή.
Σαν συλλογούμαι τα βράδια δεν κοιμούμαι γιατί με ζώσανε οι καημοί καθ' ώρα και στιγμή.
Τι έχω φταίξει και ποιος να με προσέξει στο κάτω-κάτω της γραφής μανούλα μου θα δεις.
Ότι δεν φταίω και μέρα νύχτα κλαίω στα σίδερα της φυλακής και θα με λυπηθείς.
Περάσαν χρόνια άσπρα μαλλιά σαν χιόνια με γέρασε η φυλακή μανούλα μου γιατί;
Μες στο κελί μου θα λιώνει το κορμί μου ώσπου να βρει τη λευτεριά μανούλα μου γλυκιά".
Ο Μάρκος έγραψε και το ζεϊμπέκικο "νιαβέντι" για το Χαϊδάρι, "Τρέξε μανούλα να με δεις", που δεν βγήκε ποτέ σε δίσκο, ούτε και η μουσική του ήταν γραμμένη. Αλλά ο λαϊκός συνθέτης τη θυμόταν. Είναι εμπνευσμένο από την κατοχική περίοδο και εκφράζει μια αβάσταχτη τραγικότητα.
Στα ρεμπέτικα η φυλακή λέγεται ψειρού, σκολιό, σίδερα, στρουγκού, γκιστάνι, κολλέγιο, χάψη, στενή. Πρεσβεία είναι ο θάλαμος σε κάθε φυλακή για τους χασικλήδες και τα πρεζάκια. Το απομονωτήριο λέγεται αράπης ή τζέλα και τζελάτης ο δήμιος. Τους δεσμοφύλακες οι φυλακισμένοι τους λένε "πράσινη φυλή" (από το χρώμα που έχει η στολή τους), τον κόσμο έξω από τη φυλακή "κοινωνία". Όταν βαράει το καμπανάκι στη φυλακή για σιωπητήριο οι φυλακισμένοι μουρμουρίζουνε: "Φύλακες γρηγορείτε, εμείς κοιμούμαστε κι εσείς γαμηθείτε" (από εδώ και τα μουρμούρικα τραγούδια). Ο Αντρέας Καρκαβίτσας έχει γράψει θαυμάσια πεζογραφήματα για τις φυλακές στ' Ανάπλι. Για τα εκατόχρονα αφότου γεννήθηκε ο Μάρκος. Βασίλης ΠΛΑΤΑΝΟΣ |