Ο Μάρκος και οι τρεις λαϊκοί δρόμοι
Πρωτότυπες και τολμηρές απόψεις για έναν κορυφαίο της μουσικής παράδοσης
Ε. ΖΑΧΟΣ-ΠΑΠΑΖΑΧΑΡΙΟΥ
Ο Μάρκος και η λαϊκότητα. Εθνολογική και ιστορική μελέτη γύρω από την καταγωγή του ρεμπέτικου τραγουδιού
ΕΚΔ. ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «ΛΑΪΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ»
ΣΕΛ. 105, ΕΥΡΩ 9,5
Ο γνωστός συγγραφέας Βαγγέλης Ζάχος-Παπαζαχαρίου επιχειρώντας να μας μιλήσει για το μουσικό έργο του Μάρκου Βαμβακάρη κάνει μια βουτιά στα βαθιά νερά της ελληνικής μουσικής λαϊκής παράδοσης.
Το αποτέλεσμα είναι μια ενδιαφέρουσα κοινωνιολογική μελέτη που περιλαμβάνει πλήθος υποσημειώσεων για τα θρησκευτικά κινήματα και τις αιρέσεις της Ανατολής που στους κόλπους τους διατήρησαν και περιέσωσαν την ανατολίτικη μουσική παράδοση, η οποία έχει τις ρίζες της στη βυζαντινή μουσική.
Ο συγγραφέας εξηγεί ότι λέγοντας ο Μάρκος «δρόμοι» εννοεί τα Μακάμια ή ήχους της ανατολικής μουσικής. Οι ήχοι είναι οχτώ, αυτοί που διδάσκονται στο βιβλίο της Εκκλησίας, το ονομαζόμενο «Οκτώηχος» ή «Οκταήχι», το οποίο πριν από πενήντα και εκατό χρόνια ήταν το αναγνωστικό που μάθαιναν τα παιδιά γράμματα και μουσική ταυτόχρονα στα σχολεία, από τους μόνους δασκάλους που υπήρχαν τότε. Ο ρυθμικός και μελωδικός τρόπος εκμάθησης διατηρήθηκε στα ελληνικά σχολεία σχεδόν ώς το Μεσοπόλεμο, μέχρι να καταργηθεί από τους «έξυπνους» γερμανοτραφείς ορθολογιστές και αντικληρακαλιστές της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης (σελ. 81).
Κατά τον Ζάχο, υπάρχουν τρεις παραδόσεις της λαϊκής μουσικής στην Ελλάδα, των οποίων η μείξη επιτεύχθηκε χάρη στο μπουζούκι και τη λατέρνα, στα οποία ο Μάρκος θήτευσε.
Από τις αρχές του 20ού αιώνα η λατέρνα κυκλοφορούσε τη μείξη της λαϊκής μουσικής παράδοσης σε διάφορες γειτονιές της Ελλάδας. «Η τελική μείξη συντελέστηκε -γράφει ο Ζάχος- όταν ο Μάρκος με τον Τσιτάνη και τον Παπαϊωάννου πήγαν στη Θεσσαλονίκη». Εκεί ενώθηκαν η ηπειρωτική-βλάχικη και αλβανική λαϊκότητα που διασώζει την παλιά «δημοτική» παράδοση των Ακριτών (Τσιτσάνης), η φραγκοσυριανή λαϊκότητα των απαρχών του ρεμπέτικου (Βαμβακάρης) καθώς και η νεότερη μικρασιατική παράδοση της Ιωνίας και της Πόλης, η οποία χαρακτηρίζεται από το γλεντζέδικο ρεμπέτικο (Παπαϊωάννου). Κατά τον Ζάχο, αυτές οι τρεις παραδόσεις, που διεισδύουν η μία στην άλλη, θα μπορούσαν να ονομαστούν «πρωτοβυζαντινή», «μεσοβυζαντινή» και «μεταβυζαντινή» παράδοση της λαϊκότητας (σ.σ. 82-83).
Και ο Μάρκος είναι «ο κυριότερος αυτουργός» αυτής της μείξης, της αλληλεπίδρασης των τριών πτυχών της λαϊκότητας. Κατ' αρχάς, γιατί ενδυνάμωσε την αναγνώρισή του μπουζουκιού ως βασικού οργάνου της λαϊκής ορχήστρας που έγινε στη δεκαετία του '30 στη μάντρα του Σαραντόπουλου, όταν οι τέσσερις μάγοι του λαϊκού αυτού οργάνου, ο Μάρκος, ο Στράτος, ο Δελιάς και ο Μπάτης έπαιξαν μαζί. Αλλά η πρωτοβουλία ήταν του Μάρκου και για το ταξίδι στη Θεσσαλονίκη, όπου και τράβηξε τον Τσιτσάνη στους τεκέδες, από τους οποίους ο τελευταίος εμπνεύστηκε τραγούδια ανεπανάληπτα «φορτωμένα με αρχαίες μνήμες». Ο Μάρκος χρησιμοποιεί συνειδητά όλες τις ονομασίες των λαϊκών ηρώων, των λαϊκών προτύπων. Οπως είναι οι λέξεις: μάγκας, κουτσαβάκης, ντερβίσης, ασίκης, αλανιάρης, ρεμπέτης, νταής, λεβέντης, μόρτης, κουρνάζος, μαριόλος. Τις βυζαντινές, δηλαδή, τούρκικες και αδριατικές λέξεις, τις φορτισμένες με την κακή σημασία που τους δίνουν ακόμα και σήμερα «οι προνομιούχοι και οι κρατικοδίαιτοι υπάλληλοι, ενώ αντίθετα οι λαϊκοί άνθρωποι τις θεωρούν τίτλους τιμής».
Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι, σε σύγκριση με τον Τσιτσάνη και τον Παπαϊωάννου, τα τραγούδια του Μάρκου έχουν περισσότερο έναν χαρακτήρα κοινωνικής διαμαρτυρίας. Την άποψη αυτή του συγγραφέα αντκρούουν οι ένθερμοι φίλοι του Τσιτσάνη, οι οποίοι θυμίζουν αρκετά τραγούδια του όπως το «Γεια σου περήφανη και αθάνατη εργατιά» κ.ά.
Ο Ζάχος επισημαίνει ότι αν και οι τρεις λαϊκότητες αναμείχθηκαν, παρ' όλ' αυτά έμειναν επίσης διακριτές και κατέλαβαν η καθεμιά ειδική θέση στη μνήμη μας. Ο κάθε Ελληνας γνωρίζει απ' έξω 500 ώς 1.000 τραγούδια που κυβερνάνε τη ζωή του, κι ανάλογα με τις προσωπικές του επιλογές αποθηκεύει στη μνήμη του ένα ποσοστό μικρότερο ή μεγαλύτερο από την κάθε παράδοση.
Ο συγγραφέας πιστεύει ότι από τις τρεις παραδόσεις της λαϊκότητας «η πιο εύπεπτη και η πιο γνωστή» στην ελληνική κοινωνία είναι η πρώτη, εκείνη που κουβαλούσε ο Τσιτσάνης, γι' αυτό και κυριάρχησε σε συνεργασία με την τρίτη, τη γλεντζέδικη παράδοση. Η τρίτη παράδοση, εκείνη του Παπαϊωάννου, δεν θέλει συγκρούσεις. Η θεωρία του γλεντιού του 17ου αιώνα παραβλέπει όλες τις ανισότητες, όλες τις αντιθέσεις, όλες τις αδικίες. Είναι «μια κεντρώα λαϊκότητα» που εμπιστεύεται το μέλλον «στο παζάρι, στη διαπραγμάτευση». Η λαϊκότητα όμως του Μάρκου «είναι πολύπλοκη, δύσκολη, είναι συγκρουσιακή και επικίνδυνη». Γι' αυτό, κατά το συγγραφέα, ευαισθητοποιεί περισσότερο σήμερα τη νεολαία, και ειδικά εκείνο το κομμάτι της που την ψάχνει, που νοιάζεται για το μέλλον αυτής της κοινωνίας (σ.σ. 83-84).
Ο Βαγγέλης Ζάχος-Παπαζαχαρίου στο μεστό βιβλίο του για τον Μάρκο παρουσιάζει ενδιαφέρουσες και πρωτότυπες απόψεις, από τις οποίες δεν λείπει κι ένα βάθος που αποτελεί και τον καμβά όπου πάνω του «κεντάει» το συλλογισμό του. Κατά κάποιον τρόπο επανέρχεται στο κεντρικό θέμα που τον απασχολεί, εκείνο της ανατολίτικης παράδοσης, και σε τελευαία ανάλυση της βυζαντινής, που καθόρισε την πορεία του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού και της δημοτικής μας μουσικής, όπως και σ' όλες τις βαλκανικές χώρες.
Ο Ζάχος κάνει και κάποιες τολμηρές και «παραβατικές» σκέψεις συγκρίνοντας ευνοϊκά το Μάρκο με τον Παλαμά, τον Σικελιανό και τον Καζαντζάκη! Γιατί, όπως υποστηρίζει, τον καιρό που «οι μεγάλοι της λογοτεχνίας μας» ασχολούνταν με τα «υψηλά» θέματα των δαφνοστεφών αυτοκρατόρων του Βυζαντίου και το κάλλος των αρχαίων μνημείων, ο Μάρκος, χτυπημένος από την κρατική λογοκρισία, τραγουδούσε τα «ευτελή» θέλγητρα της Φραγκοσυριανής και της Πειραιώτισσας ή το σεμνό χασαπάκι της γειτονιάς. «Πέρασαν όμως τα χρόνια -γράφει ο Ζάχος- και οι υψιπετείς της λογοτεχνίας μας ξεθώριασαν. Κανείς σχεδόν πια δεν ανοίγει τα βραδύγδουπα βιβλία τους, ενώ τα τραγούδια του Μάρκου είναι πάλι και ξανά στα χείλη της νεολαίας».
Βέβαια ο συγγραφέας αποφεύγει (ή του διαφεύγει) να επισημάνει το γεγονός ότι για τον απλό άνθρωπο και τον λιγότερο απλό είναι πολύ πιο εύκολο και ευχάριστο να μάθει ένα τραγούδι από το να διαβάσει ένα βιβλίο που απαιτεί, όχι σπάνια, αρκετή σκέψη και προβληματισμό. Οσον αφορά τον κοινωνικοπολιτικό προβληματισμό στα τραγούδια του Μάρκου, ο συγγραφέας δεν παραθέτει και πολλά στιχάκια, αν και υπάρχουν και τέτοια: «Στον κόσμο το συμφέρον πια/ τα κανονίζει όλα./ Παντού τα πάντα κυβερνά/ αυτό κι η πορτοφόλα...».
Ομως τα τραγούδια του Μάρκου για τη μαστούρα και τον νταλκά θα πρέπει να είναι περισσότερα. Και ο συγγραφέας δεν παραλείπει να μας δώσει και τέτοια παραδείγματα. «Οταν πίνω τουμπεκάκι/ θα φουμάρω τσιμπουκάκι».
Οι πρωτότυπες σκέψεις που διατυπώνει ο Ζάχος στο βιβλίο του για τον Μάρκο και τη λαϊκότητα γεννούν βέβαια και τον αντίλογο. Αξίζει όμως να τις γνωρίσουμε.
ΦΟΙΒΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 14/07/2006