«Το ρεμπέτικο ήταν διαφημιστικό τρικ»

«Ευτυχώς που ήταν αγράμματος ο Μάρκος Βαμβακάρης. Έτσι διατήρησε παρθένο και αναλλοίωτο όλο τον μουσικό, ποιητικό και γλωσσολογικό πλούτο του» παρατηρεί ο μελετητής Πάνος Σαββόπουλος

Ο πρώτος δίσκος με το προσδιοριστικό «ρεμπέτικο», σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας του μελετητή Πάνου Σαββόπουλου, έχει αριθμό 10188 και στη μία πλευρά του υπάρχει το τραγούδι «Απονιά» του 1912, τραγούδι από επιθεώρηση που είχε κάνει σουξέ στη Σμύρνη με την Ελληνική Εστουδιαντίνα
«Διαφημιστικό εφεύρημα γλωσσοπλάστη των αρχών του 20ού αιώνα είναι το ρεμπέτικο», υποστηρίζει ύστερα από πολυετή έρευνα ο μελετητής Πάνος Σαββόπουλος σε βιβλίο
«Εμπορικό προσδιοριστικό τραγουδιών που δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με τα πραγματικά ρεμπέτικα είναι ο πολυφορεμένος όρος ρεμπέτικο, που όμως δεν πέρασε ποτέ στη συνθηματική γλώσσα της μαγκιάς, δηλαδή στην αργκό της. Παρεισέφρησε μόνο στα στιχάκια κάποιων ελάχιστων ρεμπέτικων τραγουδιών, μάλλον αστικο-λαϊκού και μποέμικου αλλά σίγουρα όχι «σκληρού» περιεχομένου. Ύστερα η λέξη έγινε κοινή, δηλαδή «ελευθεριάζουσα», άρα εκμεταλλεύσιμη», υποστηρίζει ο μελετητής του ρεμπέτικου (πολιτικός μηχανικός στο επάγγελμα) Πάνος Σαββόπουλος σε βιβλίο του για την ετυμολογία του «ρεμπέτικου».
Το βιβλίο, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Οδός Πανός, συνοδεύει ένα CD με 21 τραγούδια, μεταξύ των οποίων το πρώτο στο οποίο πρωτοχρησιμοποιήθηκε στα 1910 το προσδιοριστικό του είδους (ρεμπέτικο) αλλά και άλλα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ΄30, οπότε ο όρος «ανέλαβε» να προσδιορίζει τα πραγματικά ρεμπέτικα τραγούδια («Μας κυνηγούν τον αργιλέ», «Σα φουμάρω τσιγαρλίκι» κ.ά.).
«Πρόκειται για όρο που επινόησε η πρώιμη εμπορική επικοινωνία για τη δισκογραφία που μόλις είχε αρχίσει να διαμορφώνεται, από κάποιον "μορφωμένο" που ήθελε να αποφύγει την ξένη λέξη "μποέμπικο" και προσδιόριζε μέχρι τότε τα ανέμελα τραγούδια της εποχής.
Στη συνέχεια η λέξη χρησιμοποιήθηκε αλλιώτικα από τους «καθώς πρέπει» προκειμένου να χαρακτηρίσουν ευπρεπώς τους χασικλήδες δημιουργούς του πειραιώτικου κατά βάση τραγουδιού και τα τραγούδια τους», είπε στα «ΝΕΑ» ο συγγραφέας του βιβλίου Πάνος Σαββόπουλος. Η πρώτη εμφάνιση της λέξης ρεμπέτικο έγινε στις αρχές του 20ού αιώνα στις ετικέτες δύο δίσκων γραμμοφώνου. Ο πρώτος εκδόθηκε το 1912 στην Κωνσταντινούπολη από τη δισκογραφική εταιρεία Οrfeon record που ιδρύθηκε το 1910-11 στην Κωνσταντινούπολη. Στην ετικέτα του δίσκου, δίπλα στον τίτλο και σε παρένθεση, υπάρχει η ένδειξη ρεμπέτικο με ελληνικούς και λατινικούς χαρακτήρες.
Ώς το Βυζάντιο υπήρχαν σε χρήση οι λέξεις «ρέμβη» = παράλυση, πλάνη και «ρέμβομαι» = περιφέρομαι. Το 1688 καταγράφεται η λέξη «ρεμβός» = περιπλανώμενος, στο λεξικό που εξέδωσε ο Γάλλος ελληνιστής Κάρολος Δουκάγγιος. Τα σύγχρονα λεξικά ερίζουν και ορίζουν τον ρεμπέτη ως τον άσωτο, τον αλήτη (κυρίως με την έννοια του περιπλανώμενου), τον γλεντοκόπο, τον μποέμ, τον τεμπέλη, τον ερωτιδέα, τον αχαΐρευτο.
Για την καταγωγή πάντως της λέξης υπάρχει σειρά ερμηνειών:
1. Από το τουρκικό rabita, που σημαίνει δεσμός, αδελφική φιλία, από ένα μεσαιωνικό τρίχορδο όργανο «rebec», που το ηχείο του έμοιαζε μ΄ εκείνο του μπουζουκιού.
2. Από τη λέξη «ρεμπέτα» που χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα στη Λέσβο, με την έννοια του άσωτου γλεντοκόπου.
3. Από το μεσαιωνικό ρήμα «ρέμπομαι» που σημαίνει περιφέρομαι άσκοπα, αλητεύω.
4. Από το ενετικό «ρέμπελος», ήτοι επαναστάτης, αντάρτης.
5. Από τη νότα ρε που χορδίζεται το μπουζούκι.
6. Από το «beat time» (κρατάω ρυθμό, ακομπανιάρω) και rebeat.
7. Από την- μη καταγραφόμενη ως τουρκική έκφραση «ρεμπέτ ασκέρ» (αδιάφοροι για την εργασία, καλοπερασάκηδες) των Μικρασιατών.
Πέραν της καταγωγής, της χρήσης, εκμετάλλευσης και παραποίησης του όρου «ρεμπέτικο» που αναλύει στο βιβλίο του ο Πάνος Σαββόπουλος και πέρα από τα κεφάλαια περί του «ανόθευτου» από ακαδημαϊκή παιδεία Μάρκου Βαμβακάρη, με περιγραφική ικανότητα που τον καθιστά «ρεπόρτερ» της εποχής, περί της «ηθικής αποκατάστασης» των ελεύθερων γυναικών της εποχής και περί της προέλευσης της γλώσσας στους στίχους των ρεμπέτικων, υπάρχει το ιδιαίτερα ενδιαφέρον κεφάλαιο υπό τον τίτλο «Δέξε με κωμάσδοντα, δέξε λίσσομαί σε...», από στίχο του Λέσβιου ποιητή Αλκαίου, το οποίο ο μελετητής θεωρεί ως πρόδρομο- στοιχείο γλωσσολογικής και μουσικής διαχρονίας- «του «ιερού παρακλητικού κανόνα του Γιάννη Παπαϊωάννου «ʼνοιξε, άνοιξε, γιατί δεν αντέχω, φτάνει πια να με τυραννάς».
Σε ένα ακόμη κεφάλαιο ο καθηγητής Γλωσσολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κ. Χρίστος Τσολάκης επικαλείται ακόμη τον Γιώργο Σεφέρη («Ευχαριστώ το Θεό που ο Μακρυγιάννης δεν έμαθε γράμματα. Θέλω να μιλήσω απλά, να μου δοθεί αυτή η χάρη»), για να καταλήξει πως «Μακρυγιάννηδες είναι οι ρεμπέτες στο στήσιμο του τραγουδιού τους. Γι΄ αυτό μας έδειξαν το στήσιμο της γλώσσας».