Η Ελλάδα μέσα από τα βιώματα ενός λαϊκού τραγουδιστή - Ο «Βίος ρεμπέτικος» σ' ένα βιβλίο που κυκλοφορεί σε λίγες μέρες
«Αφού υπάρχει θάνατος, ζήτω η ασωτία!»
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΙΔΑΛΗ
Με...
2004 - Συγγραφέας: ΙΩΑΝΝΑ ΚΛΕΙΑΣΙΟΥ - Εκδόσεις: ΝΤΕΦΙ |
![]() |
||
![]() |
![]() |
||
|
![]() |
![]()
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Η Ελλάδα μέσα από τα βιώματα ενός λαϊκού τραγουδιστή - Ο «Βίος ρεμπέτικος» σ' ένα βιβλίο που κυκλοφορεί σε λίγες μέρες
«Αφού υπάρχει θάνατος, ζήτω η ασωτία!» Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΙΔΑΛΗ Με...
Η Ελλάδα μέσα από τα βιώματα ενός λαϊκού τραγουδιστή - Ο «Βίος ρεμπέτικος» σ' ένα βιβλίο που κυκλοφορεί σε λίγες μέρες
«Αφού υπάρχει θάνατος, ζήτω η ασωτία!» Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΙΔΑΛΗ Με τον Μανώλη Χιώτη και τη Στέλλα Χασκίλ στο «Πίγκαλς», το '48 «Μάγκες και ρεμπέτες δεν διαφέρουν πολύ, μόνο που, ενώ οι μάγκες είναι σοβαροί, συνετοί και συνεπείς, οι ρεμπέτες δεν έχουν όρια στην άσωτη ζωή. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι η περηφάνια, μα για να 'σαι περήφανος, πρέπει να 'χεις λεφτά. Μάγκες και ρεμπέτες είναι άνθρωποι εργατικοί, ώστε να 'χουν πάντα λεφτά και το κεφάλι τους ψηλά... Ο ρεμπέτης, πάντα έχει σημαία του το ρητό, "Αφού υπάρχει θάνατος, ζήτω η ασωτία!". Ενας από τους τελευταίους των Μοϊκανών του λαϊκού τραγουδιού, ο 81χρονος Τάκης Μπίνης, αφηγείται την περιπετειώδη ζωή του στο βιβλίο «Βίος ρεμπέτικος» που με υπότιτλο «Μπροστά σου, πάντα απλώνεται ένα δίχτυ» κυκλοφορεί σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις «Ντέφι». Τον πολυκύμαντο βίο του καταγράφει η Ιωάννα Κλειάσιου, μετά από πολύχρονη έρευνα και κουβέντα (η ίδια είχε επιμεληθεί και την εξίσου απολαυστική αυτοβιογραφία του Γιώργου Ζαμπέτα). Η Ελλάδα του Μεσοπολέμου, του πολέμου, τα χρόνια του '50. Η Ελλάδα της νύχτας (ξενυχτάδικα, μπουζουξίδικα, τεκέδες, καπηλειά) σε Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Πειραιά και επαρχία. Οι Ελληνες της Αμερικής στις δεκαετίες του '60 και του '70 σε συνδυασμό με την κάθοδο γνωστών λαϊκών συνθετών κι ερμηνευτών. Και, βεβαίως, πολλά ονόματα του λαϊκού τραγουδιού με τα οποία συνεργάστηκε ο Μπίνης, σκιαγραφούν αλλοτινές εποχές, δύσκολες και σκληρές, αλλά και γεμάτες ανεμελιά, σούρα, ξενύχτι και ασωτία. «Εσύ τα λες όλα με το όνομά τους», τονίζει σε εισαγωγικό του σημείωμα ο Σταύρος Ξαρχάκος που συνεργάστηκε μαζί του στο «Ρεμπέτικο» σε στίχους Νίκου Γκάτσου, απ' όπου και το εξαίσιο «Δίχτυ» με τη μοναδική ερμηνεία του Μπίνη. Το βιβλίο «είναι μια μεγάλη πηγή πληροφοριών για την εποποιία του μπουζουκιού και του αμφισβητησιακού τραγουδιού στην Ελλάδα», αναφέρει μεταξύ άλλων ο Ξαρχάκος. Προλογίζουν ακόμη οι Στέλιος Ελληνιάδης, Παναγιώτης Κουνάδης, Κώστας Χατζηδουλής και Ιωάννα Κλειάσιου. Γεννήθηκε το 1923 στη Θεσσαλονίκη από πρόσφυγες Μικρασιάτες γονείς και μεγαλώνει σε μια παράγκα στην Ανω Τούμπα. Από μικρός του αρέσουν «τα βαριά λαϊκά, τα σμυρνέικα και αϊβαλιώτικα, τα τραγούδια που έλεγαν και χόρευαν οι γνήσιοι μάγκες της εποχής». Γραντζουνώντας εννιάχρονος την κιθάρα ενός από τους αδελφούς της μάνας του, συχνάζει σ' ένα ταβερνάκι κι ακούει μαγεμένος με τις ώρες τα λαϊκά τραγούδια που παίζει ο φωνόγραφος. Θα μάθει μπουζουκάκι από τον φίλο του τον Πέπα και το Πάσχα του 1935 ο 12χρονος Μπίνης βρίσκεται με μια παρέα μεγαλυτέρων του στην ταβέρνα του Μπόνου όπου εμφανίζεται για μια βραδιά ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Οταν οι φίλοι του τον σύστησαν στον Παπαϊωάννου, εκείνος του είπε: «Ρε μορτάκι, μου 'πανε πως τις ψιλορίχνεις, θες να μας ρίξεις καμιά γιαβάσικη;». Ιδού πώς περιγράφει τη συνέχεια ο Μπίνης: «Ευτυχώς, το ούζο που είχα πιει με είχε κάνει θρασύ και θαρραλέο και είπα το ναι. Πήρα στα χέρια μου την μπουζουκάρα του Παπαϊωάννου και νόμισα πως κρατούσα ό,τι πολυτιμότερο υπήρχε στον κόσμο. Το βασάνισα ώσπου να συνηθίσουν τα δάχτυλά μου... Αρχισα να παίζω το «Αντε του καημένου του Μποχώρη». Ο Γιάννης με πρόσεχε και μαζί του όλοι έκαναν ησυχία και μ' άκουγαν. «Μπράβο, ρε μαγκάκι, προχώρα και γρήγορα να 'ρθεις στον Περαία να με βρεις», μου 'πε. Ενιωσα ο ευτυχέστερος άνθρωπος της γης και το αξιοσημείωτο είναι πως η προφητεία του επαληθεύτηκε δέκα χρόνια αργότερα, όταν δουλέψαμε μαζί στις Τζιτζιφιές στου Καλαματιανού. Τα χαράματα που μπήκα κρυφά από το παραθυράκι της κουζίνας στο σπίτι μας, με υποδέχτηκε ο πατέρας μου με μια στρατιωτική ζώνη και τα χτυπήματα μου μαύρισαν όλο το κορμί». Την άνοιξη του '39 (εποχή μεταξικής δικτατορίας), ο 16χρονος γυμνασιόπαις Μπίνης θα συλληφθεί γιατί ήταν μέλος της Μορφωτικής Ενωσης Νεολαίας Τούμπας που σχετιζόταν με αριστερή οργάνωση. Μαζί με άλλους νέους θα βασανιστεί στην Ασφάλεια και στη συνέχεια θα κρατηθεί σ' ένα σχολείο-στρατόπεδο πολιτικών κρατουμένων για μερικούς μήνες. Τέλος του '39 γνωρίζει τον Βασίλη Τσιτσάνη που είναι φαντάρος και εμφανίζεται για μια βραδιά σ' ένα μαγαζί. «Το μπουζούκι του ηχούσε σαν τις καμπάνες του Αγίου Πέτρου! Μαγεύτηκα. Μου τον σύστησαν κι αισθάνθηκα ο ευτυχέστερος των ανθρώπων... Μου 'πε τα βασικότερα πράγματα για το μπουζούκι, που μέχρι τότε είχα τέλεια άγνοια». Λίγο πριν από τον πόλεμο δουλεύει ως μπουζουξής σε διάφορα ταβερνάκια, καφέ-ουζερί και τεκέδες. Συχνάζει στον Βαρδάρη και στην Μπάρα, την πιο κακόφημη γειτονιά της Θεσσαλονίκης («φτηνός αγοραίος έρωτας, ξεπεσμένες παλιές κοκότες, ναυαγισμένες επαρχιωτοπούλες, πάμπτωχες προσφυγοπούλες»). Περιγράφει τα χρόνια της Κατοχής με τους Γερμανούς που μπήκαν στη Θεσσαλονίκη, τις διάφορες δολιοφθορές που έκανε μαζί με άλλους κλέβοντας λάστιχα από τα φορτηγά τους, τη σύλληψή του, τη δραπέτευσή του, την περιπλάνησή του σε Καβάλα, Δράμα, σε χωριά Τσιγγάνων και Πομάκων, το φευγιό του για Αθήνα. Μιλάει για τα μαγαζιά της Τρούμπας, τη συνάντησή του ξανά με τον Παπαϊωάννου και τη συνεργασία τους στου Καλαματιανού, στις Τζιτζιφιές. «Απλός, καλόκαρδος, πονετικός. Παρ' όλο που ήταν ο μεγαλύτερος αλανιάρης, ήτανε ο πιο ρομαντικός της παρέας κι αυτό φαίνεται στα τραγούδια του: "Η μοδιστρούλα", "Χθες το βράδυ σε μια βάρκα", "Πριν το χάραμα μονάχος εξεκίνησα". Αναφέρεται στις συνεργασίες του με τους Κώστα Καπλάνη, Μπάμπη Μπακάλη, Απόστολο Χατζηχρήστο, Μανώλη Χιώτη, με τους οποίους έγραψε τα πρώτα του τραγούδια. Με τον τελευταίο εμφανίζεται στο «Πίγκαλς» (Πατησίων 12) έχοντας πλάι του τη Στέλλα Χασκίλ (τη θεωρεί ως την καλύτερη γυναικεία φωνή, ενώ πρώτον από τους άντρες βάζει τον Στράτο Παγιουμτζή). Με τον Χιώτη είναι φίλοι, αλλά τσακώνονται συχνά. Οπως τότε με το τραγούδι του «Τάκα τάκα τα πεταλάκια» που δεν ήθελε να το τραγουδήσει επειδή το έβρισκε... ξεφτίλα για έναν βαρύ άντρα σαν κι αυτόν. Με το ζόρι τον έπεισε ο διευθυντής της «Οντεόν-Παρλοφόν» Μίνως Μάτσας. Ο Μπίνης άναβε κερί στην εκκλησία για να... πάει πάτος το τραγούδι, αλλά εκείνο έσκισε πουλώντας 20.000 δίσκους τότε. «Ηταν σπουδαίο μουσικό ταλέντο ο Μανώλης. Ητανε μοναδικός. Αλλά εγώ, μαγκάκι τότε... πού μυαλό. Ηθελα δέκα αργιλέδες την ημέρα». Μιλάει αρκετά για τον φίλο του και δεξιοτέχνη του μπουζουκιού Δημήτρη Στεργίου, που ήταν γνωστός ως «Μπέμπης». «Πάντα μαλώναμε σαν κοκόρια, σαν παιδιά. Για τις γυναίκες, για τις αλανιάρες. Γιατί ερχόντουσαν περισσότερες γυναίκες σε μένα». Κι αναφέρει μια βραδιά στο «Πίγκαλς» όπου είχαν βάλει στοίχημα για το ποιος θα ρίξει τις περισσότερες γκόμενες, με έπαθλο το μπουζούκι του άλλου. Με νοήματα και λοξές ματιές έδωσαν σε διάφορες ραντεβού στο «Ταμπού», όπου θα έκαναν καταμέτρηση... ψήφων. Τρεις ήρθαν και ζητήσαν τον Μπέμπη και πέντε τον Μπίνη. «Το τι σαματάς έγινε. Πέσανε όλοι να μας χωρίσουνε». Μιλάει για τη συνεργασία του με τον Τσιτσάνη και τη μεγάλη τους επιτυχία «Τα καβουράκια», τη Μαρίκα Νίνου, τη Σωτηρία Μπέλλου, τις επεισοδιακές εμφανίσεις του στα μαγαζιά των αδελφών Βλάχου, τον Στράτο Παγιουμτζή, τη νιόβγαλτη τότε Καίτη Γκρέυ. Ο Μπίνης αναφέρεται στην εικοσαετία που έφυγε κι έζησε στην Αμερική (1958-79), πάλι με το φίλο του τον Μπέμπη (ο τελευταίος πέθανε από το πιοτό το '73). Στην αρχή δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί. Οταν όμως άρχισε να πέφτει η χαρτούρα στα νυχτερινά μαγαζιά, όταν του έκαναν δώρο μια Κάντιλακ, όταν βρέθηκε να πηγαινοέρχεται αεροπορικώς από Πολιτεία σε Πολιτεία των ΗΠΑ τζογάροντας και ποντάροντας σε άλογα, θα πει: «Εγώ, ο σεσημασμένος αριστερός, ασπάστηκα τον καπιταλισμό. Στην Αμερική όλος ο κόσμος δουλεύει και το χρήμα φέρνει βόλτα. Οποιος δεν δουλέψει, θα πεινάσει. Αυτός είναι ο νόμος». Θα μιλήσει για τα μπουζουκομάγαζα της Αμερικής, για τον Νατ Κινγκ Κόουλ που πήγε να τον δει σ' ένα απ' αυτά κι ενθουσιάστηκε. «Ηρθε αρκετές φορές. Μου είπε πως τα τραγούδια μου είχαν παράπονο και αγανάκτηση, όπως τα τραγούδια των Νέγρων. Κι αυτό είναι σωστό, γιατί τα τραγούδια των μαύρων της Αμερικής έχουν περίπου το ίδιο νόημα με τα δικά μας». Το πιοτό και τα ξενύχτια πείραξαν όμως το συκώτι του κι αναγκάστηκε να κάνει κράτει και να γυρίσει πίσω το 1980. Από τότε έως πρόσφατα πέρασε πάλι από διάφορα μαγαζιά («Ενατο», «Λίντο», «Ζυγός», «Στοά Αθανάτων», «Περιβόλι του Ουρανού» κ.ά.), αλλά γι' αυτόν το λαϊκό τραγούδι έχει πάρει προ πολλού την κατηφόρα. «Η δόξα του μπουζουκιού και του λαϊκού τραγουδιού κράτησε μόνο μέχρι το '60. Μετά ήρθαν τα τουρκοτσιφτετέλια που είναι έως σήμερα... Δεν υπάρχει πια σεβασμός, σοβαρότητα, λεβεντιά, αγάπη για το ελληνικό τραγούδι, δεν ενδιαφέρονται για την ελληνική παράδοση...τα παλιά χρόνια έλεγαν πάμε ν' ακούσουμε, τώρα λένε πάμε να δούμε». ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 03/07/2004 |
03/07/2004 |