Ρεμπέτικο - Rebetiko

άρθρα-βιβλία

1. γρήγορη αναζήτηση


16/4/2005
- Συγγραφέας: ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
- ΤΑ ΝΕΑ
Eιπώθηκαν και γράφτηκαν πολλά και εύστοχα θαυμαστικά για την προσφορά του Γρηγόρη Mπιθικώτση, που έφυγε από τη ζωή αφού για χρόνια μάς δώρισε την αύρα της φωνής του. Aς μου συγχωρηθεί πάλι η προσωπική κατάθεση πριν ανοιχτώ σε μια γενικότερη τοποθέτηση σ' αυτό το φαινόμενο

Όσοι από τη γενιά μου μεγαλώσαμε σε γειτονιές της επαρχίας και στα δίσεκτα χρόνια του Εμφυλίου, έφηβοι, μυηθήκαμε στο ρεμπέτικο, γνωρίζαμε τον Μπιθικώτση τραγουδιστή και συνθέτη. Ακόμα και τώρα θυμάμαι πως κάποιες νύχτες στις αρχές της δεκαετίας του '50 δυο-τρεις «αφιονισμένοι» από τους ρυθμούς του ζεϊμπέκικου ξεκόβαμε από τις παρέες, κυρίως τα Σαββατόβραδα, και κατηφορίζαμε στις παρυφές της μικρής μας πόλης, προς τα παραπήγματα των «συμμοριόπληκτων» - έτσι ονόμαζαν τότε τους χωρικούς που σχεδόν βίαια είχαν ξεριζώσει από τα ορεινά χωριά της Φθιώτιδας, για να απομονώσουν τους αντάρτες και να τους στερήσουν μετόπισθεν και επιμελητεία - και τους είχαν στοιβάξει σε ξύλινες παράγκες και τσίγκινες νοικοκυραίους ανθρώπους, με νερό που κουβάλαγε το βυτίο.

Εκεί στις παρυφές της πόλης δίπλα στον πρόχειρο αυτό μαχαλά με τα απλωμένα στα σύρματα σκουτιά και προικώα (όσα διασώθηκαν στη μετοικεσία) ασπρόρουχα, ήταν και οι στρατώνες. Από αυτούς τους στρατώνες ξεκίνησε να σώσει την τιμή της... Δημοκρατίας στην Κορέα, κατά τις επιταγές και τότε του καουμπόη συμμάχου, το εκστρατευτικό σώμα των Ελλήνων στρατιωτών. Όπως σε κάθε στρατόπεδο, γύρω γύρω είχαν εγκατασταθεί σε πρόχειρες παράγκες κουρείς, μικροπωλητές και δύο-τρία «ουζερί». Όλα κάλυπταν ανάγκες των στρατιωτών, όταν είχαν «εξόδου» για δυο-τρεις ώρες πριν από τον ανακλητικό.

Σ' αυτή τη συναλοιφή δύο ηθών, από τη μια οι εσωτερικοί μετανάστες ορεσίβιοι χωρικοί και από την άλλη η ποικιλία καταγωγής των φαντάρων, συναντιόντουσαν δύο μουσικά ιδιώματα, δύο μουσικές γεωγραφίες, δύο ενδοχώρες ριζιμιού πολιτισμού. Στις παράγκες των χωρικών και στις ασβεστωμένες αυλίτσες δίπλα στον τενεκέ με το βασιλικό, ανάμεσα σε σκάφες, σκυλιά, λάσπες και ξεχαρβαλωμένα ποδήλατα συχνά-πυκνά υπήρχε ένα γραμμόφωνο με χωνί και τα Σαββατόβραδα παρηγορούσε την ομήγυρη με δημοτικά τραγούδια. Κυριαρχούσε το λαϊκό κλαρίνο και οι δωρικές αντρικές και γυναικείες φωνές στους δίσκους των 78 στροφών.

Αλλά και όταν γινόταν γάμος μέσα σ' αυτές τις συνθήκες μιζέριας και δυστυχίας, πιστοί οι άνθρωποι εκείνοι στις παραδόσεις τους ήθελαν να ξεπροβοδίσουν τα νιογάμπρια με τα έθιμα και τα τραγούδια του γάμου και καλούσαν τα όργανα. Τότε στηνόταν πρόχειρο χοροστάσι σ' ένα άνοιγμα του συνοικισμού και νιόπαντροι, κουμπάροι, βλάμηδες, συγγενείς, συμπεθέροι μπαίναν στο χορό. Ακόμη και χαροκαμένες μάνες βγάζανε τη μαύρη μπόλια ή έριχναν στον ώμο μιαν άσπρη μαντίλα, σαν ξόρκι που για λίγο σκέπαζε το πένθος, και οδηγούσαν με σεμνότητα τον συρτό. Υπήρχε τότε εκεί ένας δεξιοτέχνης του «γύφτικου» κλαρίνου, ο περίφημος Καλαπαδόρας. Αλλά και από τα «ουζερί» των στρατώνων από ξεχειλωμένα παμπάλαια μεγάφωνα κρεμασμένα σε κάποιες ξεμοναχιασμένες ελιές ή στα τηλεγραφόξυλα ακούγονταν τα αστικά λαϊκά τραγούδια, ζεϊμπέκικα, χασάπικα, ταξίμια. Βαμβακάρης, Τσιτσάνης, Μητσάκης, Καλδάρας και οι φωνές της Εσκενάζυ, της Νίνου, του Στελλάκη, του Μοσχονά και τα πρώτα σκιρτήματα της θείας φωνής του Μπιθικώτση.

Εκεί δίπλα στους απελπισμένους ξεσπιτωμένους νοικοκυραίους των ορέων οι απελπισμένοι ξεκομμένοι από τον ομφάλιο λώρο μάνας και γενέθλιας πόλης φαντάροι. Και έβλεπες συχνά δίπλα στο γαμήλιο χοροστάσι να χορεύουν τους μοναχικούς μονόχνωτους χορούς τους χτυπώντας με μίσος τη γη με τα βαριά αμερικάνικα άρβυλα και τον μπερέ περασμένο στη ζωστήρα κάτι τρομαγμένα παιδιά από την Κοκκινιά, το Περιστέρι, τη Μυτιλήνη ή την Ξάνθη. Τις Κυριακές όμως, που ο αστικός πληθυσμός της πόλης έβγαινε περίπατο συν γυναιξί και τέκνοις στην κεντρική πλατεία και στον «μεγάλο δρόμο» που οδηγούσε προς τις άλλες βόρειες παρυφές της πόλης όπου και τα «εξοχικά», οι ορεσίβιοι μετανάστες φορώντας τα καθαρά τους ρούχα και τα φαντάρια ανακατεύονταν με τον γηγενή πληθυσμό. Αυτή η ανάμειξη έπαιρνε τελεστική μορφή στις εθνικές γιορτές και στις παρελάσεις, όταν τα βράδια έκλειναν οι τελετές με λαμπαδηφορίες και δημοτικούς χορούς με την μπάντα του Συντάγματος ή, και κυρίως τότε, τις ημέρες του Πάσχα, όταν οι φαντάροι φρουρούσαν τον Εσταυρωμένο και συνόδευαν τον Επιτάφιο και οι ορεσίβιοι γύρω από το αναστάσιμο παζάρι με τα κεράκια τους «κατά χωριά» τσούγκριζαν τ' αυγά τους με τους εμπόρους, τους εργάτες και τους «μορφωμένους» αστούς.

Τότε όλοι, αστοί, χορικοί και φαντάροι, ένωναν τη φωνή τους και έψαλλαν μαζί τα εγκώμια, τους χαιρετισμούς και τα αναστάσιμα τροπάρια. Ο τρίτος δρόμος του μουσικού ψυχισμού μας. Αλλά υπήρχε και τέταρτος. Εκεί στα «εξοχικά», όπου στους μίζερους εκείνους καιρούς η έξοδος μιας οικογένειας την Κυριακή ικανοποιούνταν με μια γκαζόζα, ένα υποβρύχιο και σπάνια με ραβανί ή κοπεγχάγη, κάποιοι ρέκτες μαγαζάτορες είχαν ορχήστρα, ένα ακορντεόν, ένα γραμμόφωνο, μια κιθάρα και τις μοδάτες τότε «χαβάγιες». Εκεί ακούγονταν τα «ευρωπαϊκά», ρούμπες, σάμπες, σουίνγκ, αλλά και αργεντίνικα ταγκό. Αυτά ακούγαμε και στα θλιβερά «πάρτι» σε κάποια σπίτια, όταν ψάχναμε στο σκοτάδι να ανακαλύψουμε τα ερωτικά μας σώματα. H πόλη όμως είχε και χορωδία που είχε την τιμή να την οργανώσει και να τη διδάσκει ο μεγάλος παιδαγωγός και χοράρχης Αινιάν. Έτσι το τέταρτο μουσικό ποτάμι, η καντάδα και οι τετραφωνίες της Δύσης μάς μυούσαν στην παράδοση του μπαρόκ, του ρομαντισμού και της πολυφωνίας.

Ζούσα σε μια γειτονιά που συνόρευε με το σπίτι του Καλαπαδόρα. Μέσα στην Κατοχή στο χωριό της γιαγιάς και αργότερα στις παρυφές της πόλης γιόρτασα και χόρεψα με τον τσάμικο και το κλαρίνο, μυήθηκα στο ζεϊμπέκικο, έψαλα στο δεξί στασίδι των ψαλτών στην ενορία μου και τραγούδησα Κόκκινο και Ξύνδα στη χορωδία του Αινιάν. Και δεν είμαι εξαίρεση. Έτσι μέσα σ' αυτό το θαυμαστό μουσικό μωσαϊκό αντρώθηκε η γενιά μου. Αυτή η γενιά δεξιώθηκε την αύρα της φωνής του Μπιθικώτση. Γιατί ο Μπιθικώτσης μέσα σ' αυτή τη δωρικής λιτότητας φωνή συγκερνούσε τη βυζαντινή ψαλτική παράδοση, τους δρόμους της δημοτικής και της λαϊκής μουσικής και τη δυτικότροπη καντάδα χωρίς ως συνθέτης κυρίως να ξεχάσει και το ταγκό.
Οι δύο «Επιτάφιοι»

Όταν το 1960 κυκλοφόρησαν οι δύο «Επιτάφιοι», με την ενορχήστρωση Χατζιδάκι και τη Μούσχουρη και την ενορχήστρωση Θεοδωράκη με τον Χιώτη και τον Μπιθικώτση, έγινε και των δύο εκδοχών παρουσίαση στη «Λέσχη των Φιλελευθέρων» στην οδό Χρ. Λαδά, κοντά στο Θέατρο Μουσούρη. Είναι μια από τις ευτυχέστερες αναμνήσεις της ζωής μου. Γιατί λίγοι, καμιά εκατοστή, φοιτητές κυρίως, είχαμε στριμωχτεί στους διαδρόμους, ακούσαμε τις δύο εκδοχές και πήραμε πάνω στα δισκάκια μας με τις φίρμες της Φιντέλιτι και της Κολούμπια αυτόγραφα από τους δύο συνθέτες. Όταν χωριστήκαμε ακόμη και μέσα στις ίδιες παρέες είχαμε γίνει άλλοι οπαδοί της εκδοχής Μούσχουρη και άλλοι της εκδοχής Μπιθικώτση. Νομίζω πως ο χρόνος δικαίωσε την εμμονή και την άποψη του Θεοδωράκη, που μ' αυτή την τόλμη, για τα γούστα του καιρού, μας χάρισε μια από τις μεγαλύτερες και βαθύτερες μουσικές καταδύσεις στη συνείδηση της Ρωμιοσύνης.

Ο μεγάλος μύστης και εξαντλητικός μελετητής της ελληνικής μουσικής Σαμουήλ Μπο-Μποβί στο αξεπέραστο «Δοκίμιό» του για τη δημοτική μας μουσική αποδεικνύει πως η συνέχεια της ελληνικής μουσικής (αρχαία - βυζαντινή - δημοτική - ρεμπέτικη) εκφράζει τη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας και το αντίστροφο: η ελληνική γλώσσα στη διαχρονία της αποτυπώθηκε στη συνέχεια της ελληνικής μουσικής.

E! λοιπόν, ο Μπιθικώτσης, μαζί με τη Νίνου, την Μπέλλου, τον Καζαντζίδη και τον Ξυλούρη υπήρξαν οι πυκνές συμπεριλήψεις, η ανακεφαλαίωση αυτής της γλωσσικής μουσικής και του μουσικού λόγου του Γένους. Ο πλούσιος τόκος ενός σπάταλου αλλά αδαπάνητου κεφαλαίου.


ΤΑ ΝΕΑ , 16/04/2005 , Σελ.: P14
Κωδικός άρθρου: A18216P141
ID: 464162


 Σχόλια X