Ρεμπέτικο - Rebetiko

άρθρα-βιβλία

1. γρήγορη αναζήτηση


8/4/2005
- Συγγραφέας: ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
- Συγγραφέας: ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
- Συγγραφέας: ΒΑΣ ΡΟΥ
- Συγγραφέας: ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ
- ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Η καρδιά του 83χρονου Γρηγόρη Μπιθικώτση, η καρδιά του βάρδου της Ρωμιοσύνης σταμάτησε να χτυπά χθες στο νοσοκομείο «Υγεία» όπου νοσηλευόταν τους τελευταίους τρεις μήνες. Η κηδεία του, δαπάνη του υπουργείου Πολιτισμού, θα γίνει τη Δευτέρα. Η νεκρώσιμη ακολουθία θα ψαλεί στις 3 μ.μ. παρουσία του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου από τον Μητροπολιτικό Ναό και θ' ακολουθήσει η κηδεία του στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Θα προηγηθεί λαϊκό προσκύνημα αύριο και την Κυριακή στο παρεκκλήσι της Παναγίας Γοργοεπηκόου (δίπλα στη Μητρόπολη).

Μολονότι αναμενόμενος, ο θάνατός του προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση τόσο στους συναδέλφους του όσο και στον ελληνικό λαό, τον οποίο ο Μπιθικώτσης εξέφρασε -και εξακολουθεί να εκφράζει- με τα τραγούδια του.

Στο νοσοκομείο εισήχθη για πρώτη φορά στις 30 Δεκεμβρίου του 2004 όπου υπεβλήθη σε εγχείρηση by-pass επιτυχώς και μετά επέστρεψε σπίτι του. Την παραμονή των Φώτων, όμως εισήχθη και πάλι εσπευσμένα για να χειρουργηθεί άμεσα για ρήξη ευμεγέθους ψευδοανευρύσματος της κοιλιακής αορτής. Η επέμβαση κρίθηκε επιτυχής όμως η γενικότερη κατάσταση της υγείας του θεωρήθηκε εξαρχής κρίσιμη εξαιτίας και του πρόσφατου by-pass αλλά και της ηλικίας του.

Μέρα με τη μέρα επιδεινωνόταν. Από τους θεράποντες ιατρούς του κρίθηκε απαραίτητο τις μέρες της νοσηλείας του να χειρουργηθεί στην κοιλιακή χώρα αλλά και να κάνει επέμβαση τραχειοστομίας. Δυστυχώς παρά τις επανειλημμένες επεμβάσεις, δεν παρουσίασε κανένα σημάδι βελτίωσης. Ολο αυτό το διάστημα, παρέμενε διασωληνωμένος στην Εντατική Μονάδα του «Υγεία». Το τελευταίο 24ωρο η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε ραγδαία και τελικώς χθες, αργά το απόγευμα, κατέληξε.

«Με βαθιά θλίψη σάς ανακοινώνουμε ότι σήμερα 7 Απριλίου και ώρα 19.22 ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης απεβίωσε λόγω πολυοργανικής ανεπάρκειας εν μέσω βαριάς λοίμωξης, αφού παρέμεινε νοσηλευόμενος από την 30/12/2004 λόγω σηπτικού ψευδοανευρύσματος κοιλιακής αορτής», το λιτό ανακοινωθέν από τους θεράποντες ιατρούς.

-------------------------------------------------------------------------------------------



«Εμένα μια μέρα θα με μάθει όλος ο κόσμος...»

Του «Βοτανικού ο μάγκας», γεννημένος το 1922 στο Περιστέρι, καταγόταν από την Κάρυστο κι έζησε ως παιδί και έφηβος μερικές από τις σημαντικότερες στιγμές της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας: αντίκτυπος της Μικρασιατικής Καταστροφής, δικτατορία Μεταξά, Κατοχή, Εμφύλιος. Από πιτσιρικάς έδειξε την κλίση του προς τη μουσική, έστω κι αν έμαθε την τέχνη του υδραυλικού και οι γονείς του τον προέτρεπαν να συνεχίσει στο Γυμνάσιο. Οι νότες, που άρχισε να γρατσουνίζει στην κιθάρα του αδελφού του, Χρήστου, τον είχαν συνεπάρει. Και όπως ανακαλεί στη μνήμη του, πολλά χρόνια αργότερα, «έλεγα της μάνας μου, εμένα μια μέρα θα με μάθει όλος ο κόσμος...».

Το «Τρίο Κιτάρα» ήταν ένα μουσικό σχήμα που δημιούργησε μαζί με τους Σ. Ζαφειρίου και Γ. Δημάκη. Νωρίτερα, είχε αρχίσει να παίζει μπουζούκι και να τραγουδάει (μαζί με τον Φώτη Πολυμέρη και τον Γιώργο Κεφάλα) έχοντας πρότυπο το μεγάλο Μάρκο Βαμβακάρη. Οπως σημειώνει ο Πάνος Γεραμάνης στην έκδοση «Εγώ ο σερ» (εκδόσεις «Κοχλίας», 2002), ο νεαρός Γρηγόρης Μπιθικώτσης πήγαινε κρυφά στο μαγαζί που έπαιζε ο Μάρκος (σ' ένα σχήμα με τους Στράτο Παγιουμτζή, Απόστολο Χατζηχρήστο και Μανώλη Χιώτη) και τον άκουγε χωρίς να φανταστεί ότι σε μερικά χρόνια θα συνεργαζόταν μαζί του (1947), στο τραγούδι «Το καντήλι τρεμοσβήνει».

Μακρόνησος και... Φρειδερίκη

Επρόκειτο για το αυτοβιογραφικό τραγούδι που είχε γράψει μετά την εμπειρία της Μακρονήσου. Από εκεί και το ιστορικό ανέκδοτο: Η βασίλισσα Φρειδερίκη χάρισε στον Μπιθικώτση ένα ολοκαίνουργιο μπουζούκι, εντυπωσιασμένη από την ερμηνεία του, όταν τον συνάντησε στο νησί και τον ρώτησε «τι είναι αυτό που παίζεις;». Της απάντησε θαρραλέα και μάλλον σκωπτικά με τη φράση «το σύγχρονο όργανο που διασκεδάζει ο λαός, κυρία μου...».

Στους δρόμους του Χατζιδάκι

Η καλλιτεχνική πορεία του Μπιθικώτση έμελλε να φτάσει στο απώγειο τα αμέσως επόμενα χρόνια. Ηχογράφησε πληθώρα τραγουδιών με ανερχόμενα και σημαντικά ονόματα ερμηνευτών, όπως η Καίτη Γκρέυ, ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Ρένα Ντάλια, η Γιώτα Λύδια. Εξάλλου, είναι εκείνος που ανέδειξε την Πόλυ Πάνου δίνοντάς της (σε ηλικία μόλις 12 ετών...) το τραγούδι «Πήρα τη στράτα την κακιά» που αποτέλεσε μεγάλη επιτυχία της εποχής. Παρ' ότι έγραφε συνεχώς τραγούδια, δεν τραγουδούσε αλλά εμφανιζόταν σε διάφορα νυχτερινά κέντρα της Αθήνας με την ορχήστρα του (και με προεξάρχουσα τη μορφή του φίλου του, Νίκου Καρανικόλα).

Ηταν αρχές της δεκαετίας του 1950 όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έγινε ένθερμος φίλος της μουσικής του: τον παρακολουθούσε τακτικά στο «Αμπρί» της πλατείας Κάνιγγος και αλλού, σύμφωνα με προσωπική μαρτυρία του. Εξάλλου, το «Τρελοκόριτσο» ήταν το σουξέ που τον καθιέρωσε ως ερμηνευτή και του «άνοιξε το δρόμο» για την πρώτη συνεργασία του με τον Μάνο Χατζιδάκι. Το κλασικό πια «Γαρύφαλλο στ' αυτί», από την ταινία «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», αποτέλεσε απαρχή για τη μεγάλη καριέρα που όλοι γνωρίζουμε.

Κορύφωση με Θεοδωράκη

Τον εμπιστεύτηκαν ο Μανώλης Χιώτης, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Απόστολος Καλδάρας, ενώ το κοινό του λαϊκού τραγουδιού τοποθετούσε (σ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας 1950-1960) τον Γρηγόρη Μπιθικώτση στο βάθρο του αισθαντικού ερμηνευτή αλλά και συνθέτη πολλών δικών του τραγουδιών.

Η κορύφωση ήρθε λίγο αργότερα, με την υπογραφή του Μίκη Θεοδωράκη. Η πολυσχιδής προσωπικότητα του συνθέτη εστιάστηκε στον καλό ερμηνευτή, θεωρώντας ότι η στιγμή ήταν η καταλληλότερη για την ανάδειξή του μεταξύ των σπουδαίων του ακμάζοντος λαϊκού τραγουδιού στις αρχές του '60. Πρώτη ηχογράφηση κομματιών του Θεοδωράκη (φωνή ο Μπιθικώτσης, μπουζούκι ο Χιώτης) με τη «Μαργαρώ», τη «Δραπετσώνα», το «Μάνα μου και Παναγιά» από τον περίφημο «Επιτάφιο» (σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου και Τάσου Λειβαδίτη) που κυκλοφόρησε τα Χριστούγεννα του 1960 και αποτέλεσε μία από τις μεγαλύτερες δισκογραφικές-καλλιτεχνικές επιτυχίες. «Ολα άλλαξαν στην ελληνική μουσική», εξομολογήθηκε στον Π. Γεραμάνη. «Είχε μπει κάτι καινούργιο. Ηταν αυτό που είχε φέρει ο Μίκης με τους μεγάλους μας ποιητές...».

Από τις επόμενες συνεργασίες τους, το «Αξιον εστί» του Οδυσσέα Ελύτη και η «Ρωμιοσύνη» του Γιάννη Ρίτσου θεωρούνται σταθμοί στην εξέλιξη του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Ο ίδιος ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης έχει δηλώσει τη συγκίνηση και τη μοναδικότητα των τραγουδιών που κλήθηκε να ερμηνεύσει σ' αυτά τα δύο έργα, κλασικά πλέον και εσαεί λαμπερά στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού.

Στη συνέχεια, ο ερμηνευτής τραγούδησε μια σειρά κομματιών του Μάνου Χατζιδάκι («Είμαι αητός χωρίς φτερά») και του Σταύρο Ξαρχάκου («Απονη ζωή»), ενώ με τη φωνή του ηχογραφούνται μερικά από τα πιο γνωστά κι αγαπημένα ρεμπέτικα των Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Μητσάκη και άλλων. Δεν έπαψε να εμφανίζεται σε συναυλίες, να κάνει περιοδείες ανά την επικράτεια αλλά και παγκοσμίως. Και ο κατάλογος εκείνων που συνεργάστηκαν μαζί του, που έγιναν φίλοι του, που τον έζησαν ως άνθρωπο και καλλιτέχνη, είναι μακρύς. Ενδεικτικά μόνο να αναφερθούν οι Βίρβος, Μπακάλης, Κολοκοτρώνης, Γκάτσος, Τσαουσάκης, Χρηστάκης, Σακελλάριος, Παπαγιαννοπούλου, Μάνεσης, Τζουανάκης, Δούκισσα, Διονυσίου, Ρεπάνης, Μποσταντζόγλου, Παΐζη, Κούρτη, Φαραντούρη, Γκούφας, Κόκοτας, Μοσχολιού, Μενιδιάτης.

Οπως κι αν έχουν τα πράγματα, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης έχει χαραχθεί στις χρυσές σελίδες της μουσικής δημιουργίας στην Ελλάδα. Η συνεισφορά του παραμένει ανεκτίμητη. Η κρυστάλλινη φωνή του θ' ακούγεται κάπου αλλού, σ' άλλη διάσταση, να τραγουδάει «Τον έρωτα φαρμάκωσε η μιζέρια / θα κλείσω τα μάτια, θ' απλώσω τα χέρια / μετά θα πετάξουν λευκά περιστέρια...».


ΒΑΣ.ΡΟΥ.
---------------------------------------------------------------------------------------



Στα περβόλια, μες στους ανθισμένους κήπους...

Του ΓΙΩΡΓΟΥ Ε. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Κατά τις επιταγές της αναπόδραστης κοινής μοίρας, έσβησε στα 83 του ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Ο τελευταίος από μια γενιά εκπροσώπων του λαϊκού τραγουδιού που βίωσαν και αξιώθηκαν να εκφράσουν το πνεύμα μιας από τις κρισιμότερες φάσεις της εξέλιξης του τραγουδιού στη χώρα μας. Η σταδιοδρομία του άρχισε το 1947. Ηταν 25 χρόνων.

Αν και δεν ήταν αναμεμιγμένος στα πολιτικά, βρέθηκε εξόριστος στη Μακρόνησο. Επαιζε μπουζούκι και μαζί με άλλους συναδέλφους του σχημάτισε συγκρότημα προς ψυχαγωγίαν αξιωματικών και εξορίστων. Κάποτε ρωτήθηκε αν υπάρχει κάτι που ανακάλυψε στη Μακρόνησο. Απάντησε πως ένιωσε: «...τη σκληράδα της ζωής, ένιωσα τον άνθρωπο. Οι άνθρωποι που ήταν εκεί για να βασανίζουν μ' αγαπούσαν πολύ. [...] Και γλίτωσα πολλούς ανθρώπους χάρη στο ότι εγώ έπαιζα το μπουζούκι και τους ψυχαγωγούσα, και τους βασανιστές ακόμα, και πήγαινα μετά και τους ζητούσα χάρες για να τη γλιτώνουν τα φιλαράκια... όποιον έβλεπα τέλος πάντων και είχε ανάγκη από βοήθεια». Εκεί τον άκουσε πρώτη φορά και ο Μίκης Θεοδωράκης.

Με τον «Επιτάφιο»

Δεκατρία χρόνια αργότερα, και ενώ εν τω μεταξύ είχε αρχίσει τη σταδιοδρομία του ως τραγουδιστή και συνθέτη λαϊκών τραγουδιών, στα κέντρα διασκεδάσεως και στη δισκογραφία, βρέθηκε πρωταγωνιστής στην ιστορική έκδοση του «Επιτάφιου», που έμελλε να σημαδέψει όχι μόνο τον ίδιο, αλλά και την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Με τον «Επιτάφιο» και τα άλλα έργα των δύο μεγάλων συνθετών Θεοδωράκη - Χατζιδάκι περισσότερο (και όχι τόσο με τα λαϊκά τραγούδια που τραγουδούσε μέχρι τότε) φάνηκε καθαρά ποιο ήταν πράγματι το μεγάλο χάρισμα που έκρυβε η φωνή του. Οι τραγουδιστές, κάθε μουσικού είδους και κάθε εποχής, δεν «αποτιμώνται» θα λέγαμε μόνο από την «ωραία» τους φωνή ή την υψηλή τεχνική (που άλλωστε είναι αυτονόητο ότι τα διαθέτουν), αλλά και από μια άλλη ιδιότητα, ένα γνώρισμα της φωνητικής και της ερμηνευτικής τους ταυτότητας που δίνει στις φωνές μια διάσταση, θα λέγαμε, συμβόλου, συγκεκριμένων ή λιγότερο συγκεκριμένων ψυχικών και συναισθηματικών διαθέσεων της κοινωνίας, η οποία τα αναγνωρίζει σαν μια δικιά της ηχώ, σαν τη δική της ανάσα.

Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης ξεχώρισε, πιστεύω, γι' αυτό ακριβώς το γνώρισμα, και χάρισμα, κάτι που δίνει στη φωνή υπόσταση θεατρική, που την κάνει ικανή να περιγράφει ένα συγκεκριμένο χαρακτήρα. Ενα ρόλο, δηλαδή, υπαρκτό και οικείο σε κάθε εποχή και σε κάθε κοινωνία. Αν έλειπε αυτό το στοιχείο της δραματικότητας, οι τραγουδιστές θα διακρίνονταν μόνο για τα φυσικά χαρακτηριστικά της φωνής τους, και τα τραγούδια τους δεν θα μπορούσαν να φτάσουν βαθιά στις ψυχές των ανθρώπων.

Μπορεί, για παράδειγμα, να γίνει μια σύγκριση ανάμεσα στα «ηθοποιητικά» χαρακτηριστικά της φωνής του Μπιθικώτση και εκείνα της φωνής του φερομένου ως ανταγωνιστή του (την εποχή που και οι δύο μεσουρανούσαν) Στέλιου Καζαντζίδη: Από τη μια ο Μπιθικώτσης, από ένστικτο μάλλον, κρατά μια λελογισμένη και -ανδρική μεν, τρυφερή δε- ουδετερότητα απέναντι σε καταστάσεις που μπορεί να φανούν ακραίες, πεποιημένες ή αφελείς. Προτιμά να «δείχνει» πώς έχουν τα πράγματα χωρίς ο ίδιος να επεμβαίνει, χωρίς εμφανώς να ταυτίζεται, αλλά ούτε να διαχωρίζει εντελώς τη θέση του. «Να αυτοί έτσι κάνουν, εγώ απλώς το είδα και χάρηκα ή λυπήθηκα μέσα μου». Από την άλλη ο Καζαντζίδης ως «ηθοποιός» διαλέγει ρόλους του πόνου, του παράπονου για την κοινωνική αδικία (χωρίς ωστόσο την παραμικρή ανατροπή ή διεκδίκηση). Επικριτής της μοίρας, του όντος που αναξιοπαθεί. Ρόλους που αποδίδει με υπερβολή μέσα από στερεότυπα, εκλαϊκεύσεις και συχνά απλουστεύσεις προσαρμοσμένες στην αισθητική των απλών λαϊκών ανθρώπων που θέλουν τα πράγματα να είναι απλά, μονοσήμαντα και «σταράτα», προκειμένου να τα κατανοήσουν. Μαύρο και άσπρο, καλοί και κακοί, φτωχοί και πλούσιοι.

Παρόμοιες αρετές στη φωνή του Μπιθικώτση είχε, όπως φαίνεται, διακρίνει ο Μίκης Θεοδωράκης, όταν επέμενε να του εμπιστευθεί τον «Επιτάφιο», παρά τις αντιδράσεις των εκδοτών που (όπως ο ίδιος αφηγείται) δεν ήθελαν τον Μπιθικώτση.

Ο «Επιτάφιος», όπως και οι κύκλοι τραγουδιών που ακολούθησαν, με αποκορύφωμα το «Αξιον Εστί», συνέδεσαν τόσο πολύ τη φωνή του Μπιθικώτση, όχι μόνο με τα τραγούδια καθεαυτά, αλλά με όλο το «γίγνεσθαι» που τάραξε τα νερά της μουσικής στις αρχές της δεκαετίας του '60, ώστε, για ένα μεγάλο μέρος του κοινού τουλάχιστον φαινόταν αδιανόητη κάποια άλλη ερμηνευτική εκδοχή. Ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης, περιγράφοντας τον Μπιθικώτση το 1961 (σε μια από τις πολλές δημόσιες συζητήσεις και διαμάχες περί του «Επιτάφιου»), λέει πως είναι «ένας άνθρωπος που έχει υποφέρει και έχει ελπίσει, είναι ο καθένας μας που τραγουδάει με τη φωνή του, είναι ο βαρκάρης, ο ζευγάς, ο σωφέρ, ο φοιτητής, ο φαντάρος...».

Πνευματική άνοιξη

Είναι αλήθεια πως οι εποχές κάνουν τους μεγάλους καλλιτέχνες και όχι οι καλλιτέχνες της εποχές. Η ζοφερή ατμόσφαιρα μέσα στην οποία βρέθηκε η ελληνική κοινωνία στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια δεν μπορούσε παρά να είναι γονιμοποιητική, τουλάχιστον για τους δημιουργούς εκείνους που τη βίωναν τραγικά και που προσπαθούσαν με ειλικρίνεια να εκφράσουν το πνεύμα και το πάθος της. Οσο πιο μεγάλα και πιο δραματικά είναι όλα όσα διαμορφώνουν τα κοινά αισθήματα, τόσο πιο πρόσφορο γίνεται το έδαφος για την αβίαστη έκφραση και την αληθινή δημιουργία.

Δεν ξέρουμε πόσο μεγάλη, βαθιά και καθοριστική θα ήταν η τομή που χάραξαν στο ελληνικό τραγούδι οι δύο μεγάλοι συνθέτες Χατζιδάκις και Θεοδωράκης αν δεν είχε υπάρξει η Κατοχή, ο Εμφύλιος, τα ρεμπέτικα και η πνευματική άνοιξη πριν από τη δικτατορία. Οπως δεν είναι βέβαιο πως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης θα τραγουδούσε με αυτόν τον μοναδικό τρόπο αν δεν είχε βιώσει τη νιότη που βίωσε. Είναι όμως βέβαιο ότι, παρά τις επιταγές της αναπόδραστης κοινής μοίρας, δεν θα σβήσει ποτέ από τη μνήμη ούτε θα βγει ποτέ από τις ψυχές των ανθρώπων που τραγούδησαν μαζί του.

---------------------------------------------------------------------------



Ελύτης και Ρίτσος για Μπιθικώτση

Χωρίς αμφιβολία η φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση έχει σφραγίσει μια ολόκληρη εποχή. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ακμή του ελληνικού τραγουδιού στο διάστημα μιας 25ετίας και αυτό δείχνει πόσο μοναδική εστάθηκε στην ερμηνεία και στην απόδοση του Νεοελληνικού Ψυχισμού. Προσωπικά, εστάθηκα, πιστεύω, τυχερός που βρέθηκε ο Μπιθικώτσης σε μια απ' τις καλύτερες στιγμές του όταν έγινε ο δίσκος τού «Αξιον Εστί». Ταυτίστηκε μαζί του.

Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί, παραδείγματος χάριν, το τραγούδι «Της Δικαιοσύνης Ηλιε Νοητέ» τραγουδισμένο από άλλη φωνή. Χαίρομαι λοιπόν που μπορώ να βεβαιώσω πως ο Μπιθικώτσης είναι μια στιγμή που ξεπέρασε το χρόνο και θα αντηχεί πάντα στ' αυτιά μας και στην καρδιά μας.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Οκτώβριος 1983




Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης είναι ένας μεγάλος τραγουδιστής, ένας έξοχος, γνήσιος λαϊκός τραγουδιστής. Η φωνή του διαθέτει ένα καταπληκτικό, ένα εξαίσιο τίμπρο, μια μεγάλη εκφραστική κλίμακα. Διαθέτει δύναμη και διαύγεια.

Η φωνή του Μπιθικώτση έλαμψε στα τραγούδια του Θεοδωράκη αλλά και η μουσική του Θεοδωράκη έλαμψε με τη φωνή του Μπιθικώτση.

Η φωνή του Μπιθικώτση δεν διαθέτει μονάχα τα τεράστια μουσικά προσόντα, αλλά διαθέτει και μια άρθρωση μοναδική που δεν διαθέτουν μεγάλοι ηθοποιοί. Ποτέ δεν χάνεται, δεν σβήνει, δεν θαμπώνει ούτε μία συλλαβή, ούτε ένα φωνήεν, ούτε ένα σύμφωνο. Ακόμα και το τελικό «σίγμα» στο τέλος μια μουσικής φράσης που εξαφανίζεται πλήρως στους περισσότερους τραγουδιστές, στον Μπιθικώτση ακούγεται με απόλυτη καθαρότητα. Ετσι ο μεγάλος ποιητικός λόγος με τη μουσική του Θεοδωράκη και με τη φωνή του Μπιθικώτση, βρίσκει μπορώ να πω τη μεγαλύτερη και εκφραστικότερη δικαίωση. Ο Μπιθικώτσης έχει στο ενεργητικό του τεράστιες επιτυχίες τραγουδώντας ποίηση μεγάλων ποιητών, του Σεφέρη, του Ελύτη, του Λειβαδίτη και άλλων ακόμα αλλά μέσα σ' αυτές τις μεγάλες του επιτυχίες νομίζω πως η κορυφαία του επιτυχία ήταν η «Ρωμιοσύνη», μια ερμηνεία μοναδική, ασύγκριτη, ανεπανάληπτη...

Μέσα στη φωνή του, όλο ο καημός του Ελληνικού Λαού, όλο του το μεράκι και όλη του η λεβεντιά φαίνεται σ' όλο τους το μεγαλείο!

Θυμάμαι ότι σε μεγάλα γεγονότα της Νεοελληνικής μας Ιστορία εδώ και 15 χρόνια, σε κρίσιμες αγωνιστικές στιγμές του Ελληνικού Λαού η φωνή του Μπιθικώτση βρισκόταν πάντοτε μπροστά τραγουδώντας τη «Ρωμιοσύνη». Ακόμα και τον τελευταίο καιρό στο Πολυτεχνείο πριν από 10 χρόνια, ο παράνομος σταθμός των σπουδαστών άρχιζε τις εκπομπές του με τη «Ρωμιοσύνη» του Θεοδωράκη και με τη φωνή του Μπιθικώτση και έκλεινε τις εκπομπές του με τη «Ρωμιοσύνη».

Θάθελα να ευχαριστήσω τον Γρηγόρη Μπιθικώτση που με τη λαμπρότητα της φωνής του έφερε την Ελληνική Ποίηση κοντά στον Ελληνικό Λαό, απ' όπου και προήλθε.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Νοέμβριος 1983

Από το δισκογραφικό άλμπουμ

«Mπιθικώτσης»-EMIAL Α.Ε. 1988
-------------------------------------------------------------------------------------



Και τι δεν τραγούδησε...

Τραγούδια πασίγνωστα κι αγαπημένα που έχουν περάσει στα χείλη γενιών και γενιών, τραγούδια έντεχνα-λαϊκά σημαντικών δημιουργών, όπως των Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Ξαρχάκου, Μούτση, Σπανού, σε στίχους Οδυσσέα Ελύτη, Γιώργου Σεφέρη, Γιάννη Ρίτσου, Τάσου Λειβαδίτη, Νίκου Γκάτσου, Δημήτρη Χριστοδούλου, Λευτέρη Παπαδόπουλου, Ιάκωβου Καμπανέλλη, Αλέκου Σακελλάριου, Νότη Περγιάλη, Γιάννη Θεοδωράκη κ.ά.

Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Γιώργο Ζαμπέτα
* Μίκης Θεοδωράκης: «Είναι μεγάλος ο καημός», «Μαργαρίτα, Μαργαρώ», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», «Γωνιά γωνιά σε καρτερώ», «Σαββατόβραδο», «Δραπετσώνα», «Απρίλη μου ξανθέ», «Στο περιγιάλι το κρυφό», «Στρώσε το στρώμα σου», «Και δόξα τω Θεώ», «Ομορφη πόλη», «Θα γίνεις δικιά μου», «Χρυσοπράσινο φύλλο», «Μέσα στα μαύρα σου μαλλιά», «Βάρκα στο γιαλό», «Στράτα τη στράτα», «Το φεγγάρι κάνει βόλτα».

Ο ερμηνευτής ήταν παρών και στους τρεις ποιητικούς «σταθμούς» του Μίκη, ήτοι στα έργα του Γιάννη Ρίτσου «Επιτάφιος», «Ρωμιοσύνη» και στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη «Αξιον Εστί». Ενδεικτικά: «Μέρα Μαγιού μού μίσεψες», «Ησουν καλός, ήσουν γλυκός» από το πρώτο. «Σώπα, όπου να 'ναι θα σημάνουν οι καμπάνες», «Οταν σφίγγουν το χέρι», «Αυτά τα δέντρα δεν βολεύονται» από το δεύτερο. «Ενα το χελιδόνι», «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ», «Της αγάπης αίματα» από το τρίτο.

* Μάνος Χατζιδάκις: «Είμαι αητός χωρίς φτερά», «Μίλησέ μου», «Γαρύφαλλο στ' αυτί», «Η κυρά».

* Σταύρος Ξαρχάκος: «Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι», «Καισαριανή», «Υπομονή», «Απονη ζωή», «Φτωχολογιά», «Μάτια βουρκωμένα», «Ασπρη μέρα και για μας», «Δεν σου χρωστάω τίποτα».

* Δήμος Μούτσης: «Αύριο πάλι», «Μ' ένα παράπονο».

* Γιάννης Σπανός: «Μια Κυριακή».

Τραγούδια δημοφιλών συνθετών του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού έχει ερμηνεύσει ο Μπιθικώτσης. Ενδεικτικά:

* Βασίλης Τσιτσάνης: «Δώδεκα η ώρα θα 'ρθω βρε Μαριώ», «Στα Τρίκαλα τα δυο στενά», «Ο, τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ», «Γεια σου τσολιά μου».

* Μάρκος Βαμβακάρης: «Φραγκοσυριανή», «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν», «Αντιλαλούν οι φυλακές», «Ολοι οι ρεμπέτες του ντουνιά», «Τα δυο σου χέρια πήρανε».

* Απόστολος Χατζηχρήστος: «Παραπονιάρικό μου».

* Μανώλης Χιώτης: «Το χρήμα δεν το λογαριάζω».

*Κώστας Καπλάνης: «Ενας αλήτης πέθανε», «Ομορφη Πειραιώτισσα», «Φέρε μου κάπελα κρασί».

* Γιώργος Μητσάκης: «Στον Πειραιά συννέφιασε», «Που 'σαι καημένε Περικλή».

* Απόστολος Καλδάρας: «Στου Αποστόλη το κουτούκι», «Μου σπάσανε τον μπαγλαμά», «Μάγκας βγήκε για σεργιάνι».

* Ακης Πάνου: «Οταν σημάνει η ώρα», «Ρολόι-κομπολόι».

* Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης έχει συνθέσει κι ο ίδιος λαϊκά τραγούδια που έχουν γίνει επιτυχίες σε ερμηνεία δική του όπως: «Σε τούτο το στενό», «Τρελοκόριτσο», «Του Βοτανικού ο μάγκας», «Το μεσημέρι καίει το πρόσωπό σου», «Επίσημη αγαπημένη», «Μια γυναίκα φεύγει». Επίσης έχει γράψει κι ερμηνεύσει αρκετά λαϊκά τραγούδια σε στίχους Κώστα Βίρβου, όπως: «Καράβι με σημαία ξένη», «Ο κυρ-Θάνος πέθανε», «Μια βαθιά υπόκλιση», «Ο μπατίρης ο Λουκάς», «Εγνατίας 406», «Το θύμα ο Νικόλας», «Ρίξε μια ζαριά καλή», «Σάντα Μαρία», «Ενα όμορφο αμάξι με δυο άλογα», «Στου Μπελαμή το ουζερί», «Οσα έρθουν κι όσα πάνε».

«Ο άνθρωπος που αγαπήσαμε...»

Συντετριμμένος ο γιος του Γρηγόρη Μπιθικώτση, εξομολογήθηκε τον αβάσταχτο πόνο του παιδιού που χάνει το γονιό του. «Δεν είναι απλώς δύσκολο, είναι απίστευτο. Αβάσταχτο. Ο πατέρας μου ήταν τα πάντα για μένα. Πάλεψε επί τέσσερις μήνες σαν λιοντάρι. Ας ξεκουραστεί...». Είπε όμως και για την επιλογή του πατέρα του να τον βαφτίσει κι αυτόν Γρηγόρη: σε όποιον τον ρωτούσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης εξηγούσε: «Θέλω όταν φύγω να γυρίσει ένας Γρηγόρης στο σπίτι...».

Σύσσωμη η πολιτική ηγεσία εξέφρασε τη λύπη της για το θάνατο του Γρηγόρη Μπιθικώτση...

* Ο πρωθυπουργός και υπουργός Πολιτισμού Κώστας Καραμανλής εξέφρασε τα συλλυπητήριά του στην οικογένεια του εκλιπόντος. Και δήλωσε: «Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης είναι ένα σημαντικό κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Η μοναδική φωνή του, που κατάφερε να παντρέψει το έργο των σημαντικότερων Ελλήνων ποιητών με τη μαγευτική μουσική των Θεοδωράκη και Χατζιδάκι, δεν θα πάψει ποτέ να συνοδεύει τις χαρές και τις λύπες, τις ελπίδες και τις πίκρες του λαού μας. Μέσα από το έργο του η μνήμη του θα μένει για πάντα ζωντανή στις καρδιές των Ελληνίδων και των Ελλήνων».

* Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Γιώργος Παπανδρέου δήλωσε: «Χάσαμε έναν άνθρωπο που αγαπήσαμε, έναν μεγάλο μουσικό που τραγουδήσαμε και χορέψαμε με τα τραγούδια του».

* Τα συλλυπητήριά της εξέφρασε και η γ.γ. της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ Αλέκα Παπαρήγα, δηλώνοντας: «Εξέφρασε με τη φωνή και το ταλέντο του μια ολόκληρη εποχή στο λαϊκό τραγούδι (...). Η μνήμη του θα μείνει ζωντανή στο λαό».

* Από το Συνασπισμό ήρθε η ακόλουθη δήλωση: «Αποχαιρετούμε το μεγάλο Ελληνα λαϊκό συνθέτη και τραγουδιστή (...). Αποχαιρετούμε τον Γρηγόρη που ήταν πάντα και Μακρονησιώτης και μάγκας και σερ».

* «Η ελληνική μουσική σκηνή είναι φτωχότερη μετά την απώλεια ενός από τους μεγαλύτερους τραγουδιστές της ελληνικής μουσικής σκηνής του τελευταίου αιώνα...», δήλωσε μεταξύ άλλων η υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Μαριέττα Γιαννάκου.

* Τα συλλυπητήριά τους εξέφρασαν και η αναπληρώτρια υπουργός Πολιτισμού Φάνη Πάλλη-Πετραλιά, ο υφυπουργός Πολιτισμού Πέτρος Τατούλης και ο γενικός γραμματέας του ΥΠΠΟ, Χρήστος Ζαχόπουλος.

«Ο "Τραγουδιστής της Ρωμιοσύνης" έφυγε αφήνοντας ένα δυσαναπλήρωτο κενό», δήλωσε χαρακτηριστικά η κ. Πετραλιά. «Ηταν ο "αητός" του ελληνικού πενταγράμμου. Κάθε του ερμηνεία ήταν και μια αποθέωση του ελληνικού τραγουδιού», δήλωσε μεταξύ άλλων ο κ. Τατούλης. Και ο κ. Ζαχόπουλος: «Εκφράζω τη βαθιά μου λύπη για την απώλεια ενός λαϊκού τραγουδιστή που με λιτό, δωρικό τρόπο απέδωσε μοναδικά τα έργα μεγάλων Ελλήνων συνθετών και που συντρόφεψε για πολλές δεκαετίες τη ζωή μας».

* «Ηταν ένας σπουδαίος καλλιτέχνης κι ένας σεμνός άνθρωπος που τον αγάπησαν όλοι οι Ελληνες και θα τον θυμούνται πάντα, μέσα από τα τραγούδια του, με νοσταλγία», δήλωσε μεταξύ άλλων η δήμαρχος Αθηναίων Ντόρα Μπακογιάννη.


ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 08/04/2005


 Σχόλια X