Το 1949, ο Χατζιδάκις συνέλαβε την ιδέα μιας ρωμαλέας διάλεξης με θέμα το ρεμπέτικο και με την πρόθεση να εκθειάσει τις δραματικές αρετές ενός είδους που, εκείνα τα χρόνια, πολύ απείχε απ' το να θεωρείται νόμιμο αγαθό του πολιτισμού. Τελικά, η ομιλία εκείνη, που δόθηκε στο Θέατρο Τέχνης1, πέρασε στην ιστορία σαν μια σημαδιακή χειρονομία, η οποία επηρέασε δραστικά την έκβαση της μάχης στο εσωτερικό του ελληνικού μουσικού σύμπαντος. Σήμερα, ο θρύλος της διάλεξης έρχεται συχνά στα χείλη των ειδικών με μια δόση νοσταλγίας για την αναζωογονητική ένταση των καιρών όπου τέτοιες επαναστάσεις ήταν ακόμη εφικτές.
Εγώ βλέπω το ζήτημα διαφορετικά. Ο Χατζιδάκις μού είπε κάποτε πως, στην αρχή της σταδιοδρομίας του, οι μουσικοκριτικοί βεβαίωναν το κοινό τους ότι έγραφε (αυτός, ο Χατζιδάκις) «μουσική για ταβέρνες». Κι εγώ τον πείραξα ρωτώντας: «Εσύ δεν έλεγες ότι η μουσική είναι ενιαία;» Μ' άλλα λόγια, του θύμισα ότι δεν θα έπρεπε να τον ενοχλεί η μομφή περί ταβερνών, εφόσον δηλαδή επρόκειτο για μια καλή μουσική, και δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν η καλύτερη, για να μην πούμε αριστουργηματική. Εξάλλου, το να τρώει κανείς έξω, πού και πού, μου φαινόταν σαν μια λύση όχι ολότελα απάνθρωπη. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις δειπνούσε κάθε βράδυ σε ταβέρνες, στο Παγκράτι, με το πάσο του, και το ευχαριστιόταν.
Επομένως, μπορεί η διάλεξη να συνεισέφερε στη συμβολική νομιμοποίηση του ρεμπέτικου, δεν ισχύει όμως το ίδιο και για τις ταβέρνες. Αυτή η αστοχία, αν μου επιτρέπεται η παρατήρηση, δείχνει τον διχασμό μας, τη ρήξη ανάμεσα στη συνείδηση και τη συμπεριφορά, που είναι με τόσο χαρακτηριστικό τρόπο παρούσα σε όλα τα ξεπετάγματα της ελληνικής ιδιοσυγκρασίας και που, παράλληλα, καταγράφεται σαν η πιο θεαματική παρενέργεια της οριακής γεωγραφικής και πολιτισμικής μας ταυτότητας. Αντίθετα, μερικά αναστήματα όπως εκείνο του Καζαντζίδη ήταν εκ γενετής σε θέση να νομιμοποιούν ακαριαία τις ταβέρνες και τα κάθε είδους κωλομάγαζα, επειδή η δυναμική της φωνής τους, έστω μέσω τζουκ μποξ, ουδετεροποιούσε την ποιότητα του χώρου μέχρις εκμηδενίσεως. Οντως, η ψυχική υγεία ορισμένων λαϊκών τραγουδιστών έμοιαζε να σου λέει ότι, κοίτα, έτσι έχουν τα πράγματα: δηλαδή οι άγγελοι ψηλά στον ουρανό, οι πεθαμένοι κάτω από τη γη και οι ταβέρνες εδώ, στη μέση. Σήμερα, που η λέξη «ταβέρνα», όπως όλες οι λέξεις, έπαψε να σημαίνει κάτι συγκεκριμένο, είναι πολύ πιο δύσκολο να εκτιμήσουμε τη σχεδόν ενορατική σύλληψη αυτής της ιεράρχησης.
Ο Χατζιδάκις είχε το θάρρος να συνδέσει το ρεμπέτικο με το βυζαντινό μέλος, δηλαδή με την εκκλησιαστική μουσική παράδοση της Ανατολής, που θα πει ότι είχε το θάρρος του κοινού νοός, σπάνιο στην Ελλάδα. Συνέδεσε επίσης τη ρεμπέτικη κληρονομιά με το δημοτικό μας τραγούδι, μολονότι είναι αμφίβολο το κατά πόσον ο ίδιος, σαν αθηναίος αστός με δυτική παιδεία, συμμετείχε στον συγκινησιακό προσανατολισμό που κατά κανόνα προϋποτίθεται για να απολαύσει κανείς τα ηπειρώτικα μοιρολόγια ανεπιφύλακτα και σε βάθος. Ακόμη και η εξωστρέφεια της νησιώτικης Ανατολής δεν ήταν γι' αυτόν ό,τι καλύτερο και θυμάμαι πόσο ταλαιπωρηθήκαμε μια μέρα, χωρίς αποτέλεσμα, ο Γιώργος Θεοφανόπουλος και εγώ, θέλοντας να τον πείσουμε ότι τραγούδια όπως το Μέσ' στου Αιγαίου τα νερά περικλείουν μια μελωδική γραμμή ανεπανάληπτης ομορφιάς, στην κυριολεξία συγκλονιστικής, χώρια που τα λικνίσματά της, διόλου επιπόλαια, αναπαριστούσαν το δαντελωτό περίγραμμα των ακτών του νησιωτικού μας συμπλέγματος πιο πιστά κι από χάρτη του Ναυτικού. Απλώς δεν το αντιλαμβανόταν.
Τα γράφω αυτά ώστε να στηρίξω την υπόθεση ότι η εκφώνηση εκείνης της διάλεξης για το ρεμπέτικο, εκτός από την ηρωική της όψη, αφού ήταν σίγουρα κάτι περισσότερο από πυροτέχνημα, διατηρούσε μια πλευρά, ας πούμε, απατηλή. Φυσικά, ο Χατζιδάκις, ένας ιδιοφυής ευρωπαίος μουσικός χωρίς προκαταλήψεις, μπορούσε να διαγνώσει αμέσως τις φλεγμονές όπου ρίζωναν τα συμπτώματα της εθνικής μικροαστικής ενοχής μας και να τις καυτηριάσει με επιμονή. Ηξερε ότι στο ρεμπέτικο ενυπήρχε κάτι από την ιερότητα των αρχαίων ανατολίτικων ιεροτελεστιών του ανδρισμού και της μεγαλοπρεπούς μελαγχολίας που παραχωρείται στους χαμένους της ζωής σαν έσχατη αποζημίωση για το βάσανό τους, το οποίο ήταν η αποχή από τη λαγνεία. Καταλάβαινε πως το ρεμπέτικο, μολονότι εμψυχωνόταν απ' τα συναισθηματικά σχήματα της μεσογειακής Ανατολής, δίδασκε στο σώμα μια στάση βουβής και εμπιστευτικής πνευματικότητας, εξ ου και απαγορευόταν στα σαλόνια. Και διαισθανόταν ότι, στα κατώγια όπου κάποτε οι σκληροί κάπνιζαν ναργιλέ ενώ άλλοι, σκληρότεροι, χόρευαν μπροστά τους ζεϊμπέκικο, είχαν σημειωθεί δονήσεις ανέκφραστης αγωνίας που το πνεύμα τους αποτυπώθηκε σε ρυθμό 9/8, έναν ρυθμό του οποίου το θαύμα εντοπιζόταν ακριβώς σ' αυτό το ένατο όγδοο που περίσσευε.
Ομως απέτυχε στο να διαβλέψει πως η χάρη αυτών των κινήσεων τροφοδοτείτο εξαρχής από το ότι ήταν κατάλληλες αποκλειστικά για τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού, όπου περιφερόταν, ελεύθερη και συνάμα αλυσοδεμένη, μια αόριστη ιδέα παρανομίας, το ψυχικό ίχνος μιας ανυποχώρητης αντίστασης σε όλες τις συνταγές κατευνασμού, κάτι σαν εξορκισμός που αναβαλλόταν αιωνίως, μόνον και μόνον από πείσμα, μέχρι τον θάνατο. Πίστευε, σαν παιδάκι, ότι θα μπορούσε να φέρει τον ρεμπέτικο εγωισμό μπροστά στους προβολείς χωρίς να τον τραυματίσει, ενώ το τραύμα που άνοιξε ήταν αρκετά σοβαρό ώστε να φτάσουμε στις ζοφερές δισκογραφικές μεσολαβήσεις του Ξαρχάκου μεταξύ Τσιτσάνη και Μπετόβεν!
Διότι, παρά το θεϊκό του ταλέντο, ο Χατζιδάκις δεν μπορούσε να καταλάβει ότι υπήρχε, εντούτοις, αρκετή δόση ψυχικής αλήθειας σε φαινομενικά πεζές ή και γραφικές περιστάσεις, σαν εκείνες κατά τις οποίες αξιοσέβαστοι άνθρωποι, απ' αυτούς που θα ήθελες να καταθέσουν υπέρ σου σε μια δίκη, κάθονταν κι άκουγαν το ρεφρέν τού Μην περιμένεις πια, όλα τελειώσανε, του Απόστολου Καλδάρα, και αισθάνονταν ευτυχισμένοι. Απορρίπτοντας αυτή την ευτυχία εκ των προτέρων ως ύποπτη, ο Χατζιδάκις παρέλειψε να διακρίνει το κακό που τη συνόδευε με τη μορφή μιας απειλής κρυμμένης στην υπόσχεση για εξομοίωση των ταξικών στρωμάτων, οπότε το κακό τού διέφυγε εντελώς, μέχρι του σημείου να μας προϊδεάζει ανέμελα, και εν αγνοία του, για την επερχόμενη παράλυση των οριοθετήσεων, προσκαλώντας τον Φλωρινιώτη στο Τρίτο Πρόγραμμα. Κλεισμένος στο εκπληκτικό του μουσικό όνειρο, είχε αποτύχει να προβλέψει ότι σ' αυτή την προϊούσα συγχώνευση των αντιθέτων, π.χ. των ειδών μουσικής, των κοινωνικών συμπεριφορών κ.λπ., φώλιαζε επιπλέον ο κίνδυνος μιας αποτρόπαιης εξέλιξης σαν τη σημερινή.
Το να αγαπάς τον Χατζιδάκι είναι περίπλοκη δουλειά, άσε που είναι και υποχρεωτική λόγω του ακαταμάχητου πλεονεκτήματος της τέχνης του. Λοιπόν, για να τον πενθήσουμε, κυρίες και κύριοι, πρέπει να ξέρουμε ποιον ακριβώς πενθούμε.
1. Αποσπάσματα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Νέα Δημιουργία», τ. 27. Μπορεί κανείς να τα βρει στο βιβλίο του Μάνου Χατζιδάκι «Ο καθρέφτης και το μαχαίρι», εκδ. Ικαρος.
7 - 12/02/2006 |