Ρεμπέτικο - Rebetiko

άρθρα-βιβλία

1. γρήγορη αναζήτηση


24/4/2005
- Συγγραφέας: ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ
- ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Ο θάνατος του Στέλιου Καζαντζίδη συνοδεύτηκε, θα το θυμάστε, από ένα κύμα αμήχανων τηλεοπτικών αφιερωμάτων, προ πολλού ετοιμασμένων ίσως, που ενθάρρυναν υποτίθεται την κοινή γνώμη να εκδηλώσει την οφειλόμενη ευγνωμοσύνη απέναντι στο δέος εκείνης της τόσο ισχυρής φωνής. Αναπόφευκτα, οι παραινέσεις επαναλήφθηκαν μόλις πέθανε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, αν και τώρα με έναν τρόπο λιγότερο ασυνάρτητο, ίσως επειδή ο Μπιθικώτσης είχε προλάβει να συναινέσει σ' ένα μίνιμουμ εξοικείωσης με το τηλεοπτικό θέαμα, όμως ο τρόπος ήταν εξίσου συμβατικός. Για μιαν ακόμη φορά, η ιδέα που διατηρεί η τηλεόραση για το «λαϊκό» ταμπεραμέντο, έχοντας άλλωστε η ίδια πολεμήσει φανατικά για την υπεξαίρεσή του, παρουσιάστηκε σαν σε ευχέλαιο υπέρ των μισοαπωθημένων ενοχών της επετειακής ακροαματικότητας.

Εντούτοις, φαίνεται πως ο δεύτερος θάνατος ξύπνησε κάτι από τη θλίψη του πρώτου και οι δύο θλίψεις βρέθηκαν, ας το πούμε έτσι, στη στενωπό του ίδιου πένθους, με κάτι από τον κρυφό ανταγωνισμό που προκαλείται ανάμεσα στα δύο ημισφαίρια του λεγόμενου εθνικού μας ψυχισμού, όπως όταν οι νέοι της μεταπολίτευσης κλήθηκαν να διαλέξουν ανάμεσα στον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη, ή στον Ελύτη και τον Ρίτσο. Διαλέξαμε όντως. Λοιπόν, αν υπάρχει ακόμη ελπίδα να διδαχτούμε κάτι πολύτιμο από την ένταση και την ποικιλία των εσωτερικών αντιθέσεων που μας χωρίζουν σταθερά στα δύο, έστω και αν αυτή εκφράζεται σήμερα με την πολιτισμένη εναλλακτική συμπάθεια σ' έναν τραγουδιστή, είτε αυτόν είτε τον άλλο, εγώ, για παράδειγμα, θα ψήφιζα Καζαντζίδη.

Οχι ότι ο Μπιθικώτσης δεν είχε κατακτήσει την τελειότητα. Αλλά ειδικά επειδή η τελειότητα, αυτήν καθεαυτή, είναι συχνά ανιαρή, περιμένεις να σε υποδεχτεί στο χείλος της αβύσσου, περιμένεις μιαν επίδραση που θα λοξοδρομεί προς το ακατανόητο, σαν την ηχώ όλων εκείνων των μύχιων συμβολισμών που ακολουθούν τα ξεσπάσματα ή τη γαλήνη της φύσης. Ο Καζαντζίδης ήταν φορέας αυτού του τρόπον τινά παγανιστικού συγκλονισμού, που τον βρίσκουμε επίσης στην κάπως «τρελή» και απόκοσμη καθαρότητα της Μπέλλου. Το μέταλλο τέτοιων φωνών του Αδη καλό θα ήταν να παρομοιάζεται με τον υδράργυρο, του οποίου η ρέουσα υλικότητα είναι συνάμα σεληνιακή και ερμητική. Για να ακριβολογούμε, το μαύρο του θανάτου είχε διαποτίσει τη φωνή του Καζαντζίδη όσο καμίαν άλλη αντρική φωνή, κι ήταν ένα είδος μαύρου περιέργως ηλιόλουστου, το μαύρο του ισχυρού φωτός των μεσημεριών του καλοκαιριού στις φτωχογειτονιές. Θα επιτρεπόταν εδώ η αναφορά σε μια φωνή θρησκευτική.

Οταν ήμουν νέος διαισθανόμουν κάποιαν ανερμήνευτη σύνδεση ανάμεσα σ' αυτή τη λεκτική εικόνα της «φτωχογειτονιάς» και στους αστερισμούς, τη νύχτα, στο ύπαιθρο, μια αίσθηση ότι τα άστρα, με φόντο το σκοτάδι του ιλιγγιώδους διαστήματος, αποτελούσαν ένα είδος στίξης υπερβολικά αραιωμένης στο κατράμι, μιας διασποράς που είχε αποσυνδεθεί, ποιητικά, από την πειθαρχία της ουράνιας μηχανικής όπως μας τη δίδασκαν στο σχολείο και, άρα, μετέφερε μια ιδέα δαιμονική, όπως το πανόραμα των ερειπίων ή το άκουσμα των θρήνων του Ιερεμία. Αλλά τα άστρα, αν και έμοιαζαν με συντρίμμια ονομάτων που επιπλέουν στη θάλασσα του τυχαίου, έλαμπαν ταυτοχρόνως με έναν βαθύτατο υπαρξιακό υπαινιγμό έλλογης ευτυχίας. Βία και αρμονία εύρισκαν στα άστρα την ενότητά τους. Αυτή τη νεκρική αναγγελία της ερήμωσης της φτωχογειτονιάς, που ως εκ τούτου γινόταν εκθαμβωτική, την απολάμβανα επίσης σε ποιητές όπως ο Ασλάνογλου, ο Χρονάς και ο Χάρης Μεγαλυνός, για τους οποίους ο έρωτας ήταν συνάμα ξενιτεμός, οπότε, αντίστροφα, η οικειότητα με τα χαλάσματα μιας πόλης γεμάτης αλάνες και παραπήγματα σήμαινε πάντα τη νοσταλγία του ερωτικού αντικειμένου και την συνεπαγόμενη ανάδυσή του στη σκηνή της γλώσσας.

Ευλόγως, τα κοριτσάκια των βορείων προαστίων ακούν τη φωνή του Καζαντζίδη στο ταξί και έχουν την τάση να τη συγκρίνουν με ήχο πριονοκορδέλας. Για μένα, το φως των αστερισμών του θανάτου ήταν φως κυριολεκτικό, αφού τον Καζαντζίδη των πρωτάκουσα από ένα τζουκ μποξ, στο λιμάνι, σ' ένα κακόφημο μαγαζάκι κοντά στο σπίτι της γιαγιάς μου και, αργότερα, στα διαλείμματα της προβολής των θερινών κινηματογράφων της Κέρκυρας, όπου μεγάλωσα. Εκεί τα άστρα δεν έπεφταν αλλά έμοιαζαν να ταλαντεύονται και την ίδια στιγμή να σταθεροποιούνται σαν τις καρφωμένες συλλαβές του Καζαντζίδη, κι έτσι δεν είχε νόημα να κάνεις ευχές για το μέλλον εφόσον γνώριζες, ενστικτωδώς, ότι το νόημα αυτής της διφορούμενης σκοτεινιάς, απείρως εγκάρδιας και μαζί τρομακτικής, όπως ο Θεός, ήταν παρόν στον ενεστώτα και αμετάκλητο.

Ομολογουμένως, τέτοιες πέτρινες επωδοί μιας μουσικής που δεν σε άφηνε να καταλάβεις αν κάποιος τραγουδάει τον θάνατο ή αν τραγουδούσε ο θάνατος αυτοπροσώπως, δεν ήταν τότε για μένα τίποτα περισσότερο από μιαν επαναλαμβανόμενη εντύπωση χειροπιαστού ηχητικού περιβάλλοντος «πανηγυριού», όμως αργότερα της αναγνώρισα δικαιώματα σ' εκείνο το αίνιγμα της απόλαυσης ενός εκ πρώτης όψεως ανυπόληπτου αισθητικά αντικειμένου, που η λειτουργία του πηγαίνει σε απροσμέτρητο βάθος και απαντάει σε ερωτήματα που ουδέποτε θα μπορούσε να θέσει η σκέψη.

Ο Μπιθικώτσης, αντίθετα, κρατούσε αριστοκρατικά αυτή την απόσταση από το τραγούδι στην οποία αναφέρθηκε, επί τη ευκαιρία, ο Σαββόπουλος και ήταν υπερβολικά «κανονικός», πολύ κοντά στον μέσο όρο πολλών ταυτόχρονα μουσικών ιδανικών. Ο Καζαντζίδης ήταν αφοσιωμένος στο Είναι του τραγουδιού, όχι στο Εχειν του, σαν τον Μπιθικώτση. Ο Μπιθικώτσης τραγούδησε στίχους που δεν κατανοούσε, όπως το Αξιον Εστί, και κατόρθωσε να τους υποτάξει, έστω ερήμην της αντίληψης, με τη φωνητική του συνείδηση. Απεναντίας, το εκτόπισμα της φωνητικής συνείδησης του Καζαντζίδη υπήρξε αδιαχώριστο από την κατανόηση, όχι επειδή οι στίχοι ήταν αποκλειστικά αγοραίοι και, επομένως, ευανάγνωστοι, αλλά διότι η τρισδιάστατη πληρότητά της, αυτή του θανάτου, ο οποίος αληθεύει σε οτιδήποτε αγγίξει, δεν ήταν εκ φύσεως δυνατόν να παρεκκλίνει.

Οι μυστικιστές του Ισλάμ λένε ότι υπάρχουν τριών ειδών φωνές· η φωνή τζελάλ, που δηλώνει δύναμη, η φωνή τζεμάλ, που εκφράζει την ομορφιά και η φωνή κεμάλ που εξωτερικεύει τη σοφία. Δεν έχω εδώ το περιθώριο να αναπτύξω το ζήτημα αλλά πιστεύω ότι αυτές οι τρεις όψεις της εμπειρίας του ανθρώπινου ήχου ήταν εξίσου και ριζικά παρούσες στον Καζαντζίδη ο οποίος, έτσι, δηλαδή όπως όλοι οι μεγάλοι, μεσουράνησε ως ήδη νεκρός και παράλληλα ταυτισμένος με μιαν υπερβολή ζωτικότητας. Ο Μπιθικώτσης είχε και αυτός τις τρεις φωνές σε μία, τη δική του, όμως αν το επιχειρήσει κανείς θα μπορέσει, ενδεχομένως, να τις ακούσει ξέχωρα τη μία από την άλλη και καμιά φορά σε ανταγωνισμό μεταξύ τους. Ευχαρίστως θα δεχόμουν ότι αυτό συνέβαινε χάριν των απαιτήσεων του ρεπερτορίου.


7 - 24/04/2005


 Σχόλια X