Η ενασχόλησή του με το ρεμπέτικο τραγούδι δεν είναι όψιμη. Ούτε αυτή με τη Θεσσαλονίκη. Προηγήθηκαν από το 1961 τέσσερις δημοσιευμένες εργασίες του για τα ρεμπέτικα. Η άποψή του πως «ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν ο μόνος, οι άλλοι ήταν δευτερεύοντα πρόσωπα, τον θεωρώ ισότιμο με τον Μακρυγιάννη στη λογοτεχνία και τον Θεόφιλο στη ζωγραφική» ήρθε τα τελευταία χρόνια, μετά τον θάνατο του δημιουργού, «τώρα που η στιλπνότητα του έργου του λαμπικάρεται».
Η μελέτη του Ντίνου Χριστιανόπουλου με τίτλο «Το ρεμπέτικο και η Θεσσαλονίκη» θα κυκλοφορήσει στα τέλη Σεπτεμβρίου από τις Εκδόσεις Εντευκτήριο του Γιώργου Κορδομενίδη.
«ΤΑ ΝΕΑ» προδημοσιεύουν σήμερα αποσπάσματα και από τα οκτώ κεφάλαια του 60σέλιδου βιβλίου, που αποτελεί μεταφορά στον γραπτό λόγο σειράς εκπομπών του συγγραφέα με τίτλο «Η Θεσσαλονίκη και το ρεμπέτικο» («αντέστρεψα τον τίτλο, έτσι μου φάνηκε πιο σωστό», λέει ο ίδιος στον 9,58 τον ραδιοφωνικό σταθμό της ΕΡΤ3).
«Η διαμόρφωση του ελλαδικού ρεμπέτικου έγινε σε μια σχετικά μικρή περίοδο, από τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922) μέχρι τη λήξη του εμφυλίου πολέμου (1949) και συντελέστηκε κυρίως στον Πειραιά και την Αθήνα...
... Η τρίτη και σημαντικότερη περίοδος του ρεμπέτικου διαμορφώνεται κυρίως στη Θεσσαλονίκη επί γερμανικής κατοχής. Πράγματι, ο Τσιτσάνης κατά την περίοδο της Κατοχής δημιούργησε μια ολόκληρη σχολή, τη σχολή Θεσσαλονίκης, όπως υποστήριξε πρώτος ο Αυστραλός ερευνητής του ρεμπέτικου Στάθης Κλοντέλ...
... Ας σημειωθεί ότι η ιταλική κατοχή στην Αθήνα δεν ήταν τόσο σκληρή όσο η γερμανική στη Θεσσαλονίκη...
... Ένα δεύτερο στοιχείο, που δένει τη Θεσσαλονίκη με το ρεμπέτικο είναι η γνωστή δίωξη του ρεμπέτικου επί Μεταξά, που έγινε επειδή ο Μεταξάς ταύτιζε τους ανθρώπους του ρεμπέτικου με τους χασικλήδες. Ξαφνικά το ρεμπέτικο βρέθηκε αντιμέτωπο με τη δικτατορία, με φυλακίσεις και εξορίες. Τότε σημειώθηκε ομαδική έξοδος πολλών ρεμπέτηδων προς τη Θεσσαλονίκη, όπου τα πράγματα ήταν πολύ πιο μαλακά τουλάχιστον στις απόκεντρες συνοικίες ίσως και εξαιτίας του Νίκου Μουσχουντη, του περίφημου διοικητή της Ασφάλειας, που είχε τον τρόπο του να επιβάλλεται στους ρεμπέτηδες και να τους υποστηρίζει. Τότε ήρθαν στη Θεσσαλονίκη Βαμβακάρης, Μπάτης, Παπαϊωάννου και πολλοί άλλοι. Ίσως αυτή η ιστορία να συνέβαλε ώστε να ωριμάσει η κατάσταση που λίγο αργότερα, επί Κατοχής, συνετέλεσε στην έκρηξη του τσιτσανικού ρεμπέτικου...
... Τέλος, ένα άλλο στοιχείο που αξίζει να μας απασχολήσει, είναι το βαρύ κλίμα της Θεσσαλονίκης σε σύγκριση με το ελαφρύ "αττικό" κλίμα της Αθήνας. Το κλίμα αυτό πρέπει οπωσδήποτε να επηρέασε το ρεμπέτικο, σε συνδυασμό με το βαρύ "κλίμα" αφενός του Γεντί Κουλέ και αφετέρου της γερμανικής κατοχής. ʼλλωστε, το κλίμα της βαριάς Κατοχής είναι που ενέπνευσε στον Τσιτσάνη τη "Συννεφιασμένη Κυριακή" (1943-1944)». (Από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου με τίτλο «Το ρεμπέτικο και η Θεσσαλονίκη»).
«Ο Βασίλης Τσιτσάνης έζησε στη Θεσσαλονίκη από το 1938 μέχρι το 1946, με μια διακοπή κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου και των πρώτων μηνών της γερμανικής κατοχής. Έζησε δηλαδή στη Θεσσαλονίκη συνολικά οκτώ χρόνια, τα καλύτερα χρόνια της ζωής και της τέχνης του. Τα χρόνια αυτά χωρίζονται σε δύο μεγάλες περιόδου: την περίοδο της στρατιωτικής του θητείας και την περίοδο της γερμανικής κατοχής και τα πρώτα μετακατοχικά χρόνια...
... Από αυτά τα εξήντα τραγούδια που δεν αποκλείεται να είναι και περισσότερα τα πιο πολλά προπολεμικά (της στρατιωτικής θητείας) έχουν μια σπάνια ομορφιά και φρεσκάδα, έχουν όμως και κάποια συνάφεια με τα ερωτικά ρεμπέτικα που κυριαρχούσαν στην Αθήνα κατά την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά. Αντίθετα, τα τραγούδια της Κατοχής και τα πρώτα μετακατοχικά ερωτικά, κοινωνικά, χασικλίδικα είναι από τις ωραιότερες και ανεπανάληπτες συνθέσεις του Τσιτσάνη, που τις χαρακτηρίζει μελαγχολία και θλίψη μαζί με σπάνια μελωδικότητα...». (Από το κεφάλαιο «Ο Βασίλης Τσιτσάνης και η περίοδος της Θεσσαλονίκης»).
Ο Τσιτσάνης έζησε στη Θεσσαλονίκη οκτώ χρόνια και αυτά ήταν τα καλύτερα της ζωής του, γράφει στη μελέτη του «Το ρεμπέτικο και η Θεσσαλονίκη» ο Ντίνος Χριστιανόπουλος
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος δεν είδε ποτέ τον Βασίλη Τσιτσάνη στο πάλκο. Δεν τον άκουσε ποτέ να τραγουδά «ζωντανά» παρά μόνο σε δίσκους. («Πάντως, οι λίγοι οπαδοί που του απέμειναν, εξακολουθούν να το λατρεύουν (το ρεμπέτικο τραγούδι) ως θρησκεία. Και φυσικά όχι στα ρεμπετάδικα αλλά, όπως οι κρυπτοχριστιανοί, μέσα στα σπίτια τους και κάτι περισσότερο: βαθιά μες στην καρδιά τους» σημειώνει στην τελευταία παράγραφο του κεφαλαίου «Το ρεμπέτικο μετά το 1960 στη Θεσσαλονίκη» του βιβλίου.
Γνώρισε τον Τσιτσάνη πολύ αργότερα στην Αθήνα. Από την «περίοδο της Θεσσαλονίκης» θυμάται μονάχα ένα πέρασμά του έξω από τα «Κούτσουρα» όταν τραγουδούσε εκεί ο Τσιτσάνης στα 1942 (ο Ντ. Χριστιανόπουλος ήταν τότε μόλις 11 χρόνων).
Στα 1961 τού αφιέρωσε εντύπως «Στον αγέραστο Βασίλη Τσιτσάνη» τη μελέτη του, με τίτλο «Ιστορική και αισθητική διαμόρφωση του ρεμπέτικου τραγουδιού» (κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Διαγωνίου).
Στο βιβλίο-μελέτη ακολουθεί ειδικό κεφάλαιο για «Τα πρόσωπα του ρεμπέτικου στη Θεσσαλονίκη», με αναφορές στη Ρόζα Εσκενάζυ, τη Σμυρνιά Ρίτα Αμπατζή «φίλη και ανταγωνίστρια της Ρόζας», τον οργανοπαίχτη Αγάπιο Τομπούλη, τον βιολιστή Δημήτριο Σέμση ή Σαλονικιό ή Σέρβο επίσημο βιολιστή των σουλτάνων μεγαλοπαράγοντα αργότερα των φωνογραφικών εταιρειών, αλλά και τον Μανώλη Χιώτη, τον Γιώργο Μητσάκη, τον Τάκη Μπίνη, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, τη Στέλλα Χασκήλ, τη Σεβάς Χανούμ και τον Βασίλη Τσιτσάνη.
«Στην οδό Τσιρογιάννη, στο καφενείο "Το Νέον" του Ηλία Ευδαίμονα, σύχναζε επί Κατοχής ο Βασίλης Τσιτσάνης..
... Στη Νικηφόρου Φωκά 10, στα περίφημα "Κούτσουρα" του Γιώργη Δαλαμάγκα, ο Τσιτσάνης έπαιξε για λίγους μήνες το 1942, συστημένος από τον κουμπάρο του, Μουσχουντή». (Από το κεφάλαιο «Τα στέκια του ρεμπέτικου στη Θεσσαλονίκη», που περιλαμβάνει εκτενή τοπογραφία των ιστορικών πλέον μαγαζιών όπου τραγουδούσαν ρεμπέτες της εποχής «Μιμόζα», «Κοτέτσι», «Κληματαριά», «Μαύρη τρύπα», «Σμυρναϊκόν κέντρον» και «Χρυσούν απίδιον», «Φωλιά», «Σπηλιά» κ.ά.).
Στο 5ο και 6ο κεφάλαια του βιβλίου, «Ρεμπέτικα για τη Θεσσλαονίκη» και «Ρεμπέτικα και Σεφαραδίτικα της Θεσσαλονίκης», ο Ντίνος Χριστιανόπουλος καταγράφει τίτλους τραγουδιών που χωρίζει σε ενότητες (υμνητικά, ερωτικά, της φυλακής και διάφορα), ανάλογα με το περιεχόμενο των στίχων και των μελωδιών τους.
«Ήδη από τη δεκαετία του 1950 είχαν αρχίσει τα εκφυλιστικά φαινόμενα, που σήμαιναν το τέλος του ρεμπέτικου. Πρώτα εμφανίστηκαν τα αρχοντορεμπέτικα: ελαφρά ρεμπέτικα που εξέφραζαν όχι πια τον καημό και το παράπονο του ρεμπέτη, αλλά το εντελώς αντίθετο, τη σιγουριά που του έδινε η γεμάτη τσέπη του και που τον έκανε να νιώθει σαν άρχοντας. Η ευμάρεια αυτή οδήγησε σε απομιμήσεις τρόπων της μεγαλοαστικής ζωής και, κατά συνέπεια, σε διαφθορά από μέσα...
... Στην αρχή της δεκαετίας του 1960, έχουμε δεύτερο εκφυλιστικό φαινόμενο, τα ινδορεμπέτικα...». («Το ρεμπέτικο μετά το 1960 στη Θεσσαλονίκη»).
Η μελέτη ολοκληρώνεται με το 8ο κεφάλαιο με θέμα «Θεσσαλονικείς μελετητές του ρεμπέτικου».
Ο εξ αυτών από τους σημαντικότερους Ντίνος Χριστιανόπουλος ετοιμάζει («ελπίζω να 'ναι έτοιμο έως το Πάσχα του 2000») την ανθολογία των 120 καλύτερων τραγουδιών του Τσιτσάνη και τραγουδά ρεμπέτικα (σκέπτεται, λέει, τη δημιουργία μιας κομπανίας «όχι για ψυχαγωγία των κουλτουριάρηδων, αλλά για φιλανθρωπία»...).
Ο ίδιος πάντως αγαπά πιο πολύ το «Μ' έναν πικρό αναστεναγμό» («Ό, τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ») γραμμένο στα 1939, την πρώτη περίοδο της Θεσσαλονίκης.
ΤΑ ΝΕΑ , 26-07-1999 , Σελ.: P03 Κωδικός άρθρου: A16498P031 |