Πολλοί έχουν την εντύπωση, ότι το ζεϊμπέκικο, κι όλοι οι άλλοι ρεμπέτικοι χοροί, εισήχθησαν στην Ελλάδα απ' τους πρόσφυγες. Λέγοντας εδώ Ελλάδα, εννοούμε, φυσικά, την «παλιά» Ελλάδα, γιατί, πριν απ' τους Βαλκανικούς πόλεμους, ένα μεγάλο μέρος της σημερινής Ελλάδας ήταν τούρκικες επαρχίες, κι οι Έλληνες εκεί τραγουδούσαν και χόρευαν ο,τι περίπου και οι Έλληνες της Μικρά Ασίας.
Η αλήθεια είναι πώς, μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας και της Θράκης, οι χοροί αυτοί διαδόθηκαν, χωρίς, ίσως μεγάλη επιτυχία στην αρχή, και στην «παλιά» Ελλάδα, και χορευοντουσαν από μια ορισμένη τάξη ανθρώπων πολύ πριν έρθουν οι πρόσφυγες. Αλλ είναι εξ ίσου αναμφισβήτητο, ότι οι πρόσφυγες τους έδωσαν την ώθηση που χρειαζόντουσαν. Χωρίς αυτούς είναι ζήτημα αν θα γινόντουσαν αυτό που είναι σήμερα, δηλαδή εθνικά, σχεδόν, τραγούδια, ισότιμα με τα άλλα δημοτικά. Ρεμπέτικοι χοροί υπάρχουν, ως γνωστόν, πολλών ειδών. Εδώ θα ασχοληθώ μόνο με το ζεϊμπέκικο, το μόνο απ' τα ρεμπέτικα που γνώρισα καλύτερα, κι αγάπησα, ίσως γιατί άξιζε περισσότερο ν' αγαπηθεί. Υποστηρίχθηκε, με διάφορο βαθμό πειστικότητας, ότι κατάγεται απ' ευθείας απ' τους αρχαίους χορούς των Ελλήνων της Ιωνίας και της Αιολίας, πώς η ετυμολογία της λέξης ζεϊμπέκικο είναι από το Ζευς και Μπέικος (στα Φρυγικά, ψωμί), ότι στην κλασσική εποχή οι Έλληνες το είχαν μεταφράσει αρτοζήν ότι οι ρίζες του πρέπει να αναζητηθούν στα βυζαντινά τροπάρια, που φαίνεται ότι δεν διέφεραν παρά πολύ απ τα λαϊκά τραγούδια της εποχής άλλοι, τέλος είπαν, με περιφρόνηση, πώς είναι Τούρκικα.
Απ' όλες αυτές τις θεωρίες, η λιγότερο βάσιμη είναι, ίσως, η τελευταία, παραδόξως όμως όχι και τόσο αβάσιμη. Είναι αβάσιμη, επειδή, όπως είναι γνωστό, οι Τούρκοι δεν είχαν κανενός είδους κουλτούρα όταν έφτασαν στη μέση Ανατολή. Τη δανείστηκαν απ' τούς Πέρσες, τους ʼραβες, και τους Βυζαντινούς. Και, φυσικά, και τη μουσική τους. Πρέπει όμως να λάβουμε υπ όψει μας δυο πράγματα: Πρώτον ότι, σ' αντίθεση με την κλασσική ελληνική κουλτούρα, που φιλοδόξησαν ν' αναστήσουν οι νεοέλληνες μετά την Επανάσταση στην κυρίως Ελλάδα, ο Βυζαντινός κόσμος ήταν σαφώς «ανατολίτικος». ότι, δεύτερον, αυτόν τον «ανατολίτικο» πολιτισμό δανείστηκαν και μιμήθηκαν οι Τούρκοι, του έδωσαν, με την πάροδο του χρόνου, έναν πιο βαρύ, τούρκικο χαρακτήρα, κι ότι αυτό ακριβώς το δευτερογενές προϊόν γνώρισαν οι γενιές των Ελλήνων της σκλαβιάς, κι έφεραν μαζί τους όταν ήρθαν, πρόσφυγες στην παλιά Ελλάδα. Οι ρίζες του ζεϊμπέκικου, κι η εξέλιξη του δια μέσου των αιώνων, αν είναι πράγματι τόσον αρχαία η καταγωγή του, αποτελούν ενδιαφέρον ιστορικό ή μουσικολογικό θέμα, αλλά δεν με αφορά αυτή τη στιγμή, ούτε μπορεί να με αφορά. Δεν είμαι ιστορικός της τέχνης, ούτε μουσικολόγος.
Αυτό που μ' ενδιαφέρει περισσότερο είναι η ιστορία του απ' τη στιγμή που μεταφυτεύτηκε στην Ελλάδα, κι η έκτοτε εξέλιξη του. Δεν είμαι ούτε κοινωνιολόγος. Αν έχω κάποια αρμοδιότητα, είναι στο γενικότερο πεδίο της αισθητικής. Oι γνώσεις μου πάνω στο θέμα βασίζονται σε προσωπικές εμπειρίες, όχι στη μελέτη εγχειριδίων, που, άλλωστε δεν υπάρχουν. Έχοντας παραστεί μάρτυς αυτής της εξέλιξης, έχω μια προσωπική, υποκειμενική έστω, αντίληψη του πράγματος, κι αυτήν έχω, νομίζω, το δικαίωμα να εκφράσω, βγάζοντας στο τέλος συμπεράσματα, προσωπικά πάντοτε, αλλά χρήσιμα ίσως για μια γενικότερη έρευνα και αξιοθέτηση του θέματος που μας απασχολεί. Φαίνεται, ότι το φυτώριο στο οποίο πρωτοκαλλιεργήθηκε και φούντωσε το ζεϊμπέκικο, ήταν ο υπόκοσμος των μεγάλων αστικών κέντρων της Ελλάδας, και κυρίως του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης, όχι απλώς η εργατική τάξη, αλλ' ο υπόκοσμος. Οι μόνες εξηγήσεις του φαινομένου που μπορώ να βρω είναι ότι τα στοιχεία του υπόκοσμου ανακάλυψαν εκλεκτικές συγγένειες με τους πρόσφυγες, ή τουλάχιστον μέρους αυτών.
Η χασισοποτεία λ.χ. ήταν πολύ ευρύτερα διαδεδομένη στη Μικρά Ασία, απ' ότι ήταν στα στενά όρια της παλιάς Ελλάδας, που μόλις τότε είχε αρχίσει, και αυτή πολύ δειλά, να ξεπερνάει το βουνό και τη στάνη, δηλαδή τη «φυσική» ζωή της υπαίθρου. Ή ότι ο υπόκοσμος, δηλαδή τα πιο ανήσυχα στοιχεία της εργατικής και μέρους της μικρό-αστικής τάξης (που μόλις τότε είχε αρχίσει να συγκροτείται), με την μεγαλύτερη δεκτικότητα του, τ' αγκάλιασε πιο εύκολα. 'Η ότι έψαχνε από καιρό να βρει έναν τρόπο να εκφραστεί, διαφορετικά απ' τα δημοτικά τραγούδια των χωρικών και τις καντάδες των λίγων ψευτο-αστών, κι οι πρόσφυγες του τον πρόσφεραν έτοιμο. 'Η, τέλος, ότι την εποχή εκείνη, και για καμπόσο καιρό αργότερα, οι μικρό-αστοί κι οι λίγοι αστοί, εύκολα συνέχεαν ή ταύτιζαν τον υπόκοσμο με την εργατιά. Γεγονός είναι ότι σαν τραγούδια του υπόκοσμου τα γνώρισαν οι Έλληνες μικρό-αστοί (που είχαν περισσότερες ευκαιρίες επαφής με τον υπόκοσμο), και σαν τέτοια τα καταδίκασε το "επίσημο" κράτος της 4ης Αυγούστου.
Ίσως η κατάσταση αυτή να συνεχιζόταν επί μακρό χρονικό διάστημα, αρκετό για ν' ανασταλεί η πρόοδος τους, μέχρι ίσως και την τέλεια παρακμή κι εξαφάνιση τους, ο πόλεμος που μεσολάβησε, με το χάος που δημιούργησε, επενέργησε και σ' αυτό, όπως και σε τόσα άλλα πεδία, σαν καταλυτικό στοιχείο, έδωσε, μ' άλλα λόγια, μια γρήγορη έκβαση στην υπόθεση του ζεϊμπέκικου, και μάλιστα σ' όφελος του. Όλοι οι Έλληνες ξαφνικά, είτε πορτοφολάδες ήταν, είτε μικρό-αστοί, είτε αστοί, βρέθηκαν σε μια κατάσταση που τους εξίσωνε, τους ταύτιζε σχεδόν, με τον προπολεμικό υπόκοσμο. Δεν υπήρχαν πια νηστικοί και χορτάτοι, δεν υπήρχαν κύριοι και δούλοι, όλοι ήταν δούλοι, όλοι ήταν νηστικοί, όλοι αισθάνθηκαν την ανάγκη να κλάψουν τη μοίρα τους, κάτι που, έτσι κι αλλιώς, έρχεται μάλλον φυσικά στον Έλληνα απ' την εποχή ακόμα της κυριαρχίας των Ρωμαίων. Όλα τα σπίτια έγιναν ξαφνικά «τεκέδες», όχι κατά γράμμα βέβαια, αλλά στην ουσία. Παντού επεκράτησε η ίδια ατμόσφαιρα παρανομίας, συνεχούς φόβου, μιζέριας, και Θανάτου. Δεν υπήρχε πια ελληνική αστυνομία για να κάνει αυτόματα ταξικές διαφοροποιήσεις. Μόνον ξενική κατοχή, μπροστά στην οποία όλοι οι Έλληνες, εγκληματίες κι αθώοι, πλούσιοι και φτωχοί, ήταν ίσοι, για τον απλούστατο λόγο ότι όλοι τους ξαφνικά έγιναν φτωχοί, όλοι τους υπεκειντο σε μεταχείριση που επιφυλάσσεται σ' εποχή ειρήνης μόνον σ' εγκληματίες, όλοι τους ζούσαν απ' τη μια μέρα στην άλλη, όλοι τους φοβόντουσαν, όλοι τους πέθαιναν, ή σχεδόν όλοι. Το ζεϊμπέκικο βρήκε έδαφος ν' αναπτυχθεί, κι αναπτύχθηκε
αλματωδώς. Ξαφνικά, δεν ήταν πια ο χορός του υπόκοσμου, αλλ' ενός μεγάλου αριθμού Ελλήνων, κυρίως στ' αστικά κέντρα. Πολλά απ' τα τραγούδια που πρωτακουσαμε αμέσως μετά τον πόλεμο, είχαν γραφτεί στην κατοχή, και διέφεραν καταφανώς απ τα προπολεμικά, πια βαρειά, «χασικλίδικα» ρεμπέτικα. Φυσικά, σ' όλο τα διάστημα της κατοχής, τα ταγκό, τα βαλσάκια εζιτασιόν και τα σλόου εξακολούθησαν όχι μόνο να τραγουδιόνται, αλλά και να συνθέτονται τακτικότατα! Οι μορφές τέχνης, ή «τέχνης», δεν πεθαίνουν ποτέ απ' τη μια μέρα στην άλλη. Παρουσιάζεται ξαφνικά - αν και βεβαίως όχι και τόσον ξαφνικά - μια νέα μορφή, που αμιλλάται με την παλιά, σιγά-σιγά την επισκιάζει, ώσπου την σβήνει εντελώς, αφού πολλές φορές επηρεασθεί, λίγο ή πολύ, απ' αυτήν. Και φυσικά μένουν πάντα μερικά κατάλοιπα που εξακολουθούν να καλλιεργούν οι φτηνοί νοσταλγοί, οι αναίσθητοι, κι οι απληροφόρητοι.
Τα ταγκό, τα βαλσάκια κλπ., ήταν, επί πλέον, ένα είδος μουσικής που, επειδή ήταν πιο κοντά τους, επειδή εκαλλιεργειτο απ τα λιγότερο ταραχοποιό, δηλαδή απ' τα κομφορμιστικά, στοιχεία του πληθυσμού, επειδή ήταν όλο μέλι και γάλα, επειδή εν ολίγοις ήταν ψεύτικα, όχι μόνον επέτρεπαν, αλλά σχεδόν επέβαλλαν οι κατακτητές στους σκλάβους. Έπρεπε με κάθε τρόπο να δοθεί η ψευδαίσθηση πώς όλα ήταν μια χαρά. Δεν ήταν σπάνιο το θέαμα γερμανικών αυτοκίνητων με μεγάφωνα, που γύριζαν σε κεντρικές και λαϊκές συνοικίες, και ξυπνούσαν τον κοσμάκη με το αμίμητο εκείνο «Το πρωί με ξυπνάς με φιλιά...», που στην πραγματικότητα ήταν ένα ξύπνημα με φιλιά Θανάτου, ένας θόρυβος που είχε σκοπό να σκεπάσει τους κρότους των οπλοπολυβόλων στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, και τις οιμωγές του Έλληνα που πέθαινε απ' την πείνα, ή που ματοκυλιόταν. Για πρώτη φορά λοιπόν, τα τραγούδια αυτά κέρδισαν εντελώς τον τίτλο του ελαφρού. Δεν ήταν πια ελαφρά μόνον σα συνθέσεις, αλλά ελαφρά στο βαθμό που δεν είχαν πια την παραμικρή σχέση με την πραγματικότητα, αν είχαν ποτέ, στο βαθμό που μυκτήριζαν και συνειδητά πλαστογραφούσαν την πραγματικότητα. Κανένα κατοχικό ταγκό δεν τραγούδησε τους όμηρους, την πείνα, την κατοχή. Όλα εξακολούθησαν να μιλάνε γι' αγάπες και λουλούδια και φεγγάρια - μόνον μια εξαίρεση θυμάμαι: «Βρες αν μπορείς, τι σου έφερα απόψε!... », κι αντί για μπιζού, της είχε φέρει...καφέ!
Τα τραγούδια αυτά ήταν τραγούδια τρελών, και, ως γνωστόν, ένας πρόχειρος ορισμός της τρέλας είναι η τέλεια αποξένωση απ' την πραγματικότητα. (Βεβαίως, πολλά, παρουσιάζονται σαν πραγματικότητα, κι έτσι συμβαίνει συχνά να παρουσιάζεται η ίδια η αποξένωση σαν κάτι το πραγματικό. Εδώ, φυσικά, μιλάμε για μια σωστή αποκρυπτογράφηση του τι αληθινά είναι και γίνεται). Τα ζεϊμπέκικα, τα ρεμπέτικα εν γενεί, ήταν τα μόνα τραγούδια που μιλούσαν για την πραγματικότητα, την οποία ήταν κομμένα και ραμμένα να εκφράσουν - όχι ανοιχτά, αλλά με τον γνωστό συμβολικό τρόπο. Ταυτίστηκαν λοιπόν, λίγο-πολύ, με το πνεύμα της Αντίστασης. Λέω πνεύμα, κι όχι Αντίσταση, πρώτον επειδή υπήρχαν πολλές Αντιστάσεις, κάθε μια με διαφορετική πολιτικοκοινωνική χροιά, δεύτερον, επειδή τα ρεμπέτικα δεν έγιναν, δε μπορούσαν να γίνουν, επίσημα τραγούδια καμίας απ αυτές τις Αντιστάσεις. Oι αντάρτες του ΕΛΑΣ λ.χ., μαζί με μερικά, αναλόγως και της περιοχής, δημοτικά τραγούδια, τραγουδούσαν ελληνόφωνες βέρσιον ρώσικων, κι ακόμα - τι κωμικό-τραγικό- και...γερμανικών τραγουδιών και Θουρίων. Μα στην υπόγεια ταβέρνα των πόλεων, όπου δεν είχαν, κι ούτε μπορούσαν έχουν, θέση τα πατριωτικά εμβατήρια, όταν μεθούσε ο Έλληνας- (και το κρασί ήταν το μόνο ίσως αγαθό που εξακολούθησε να υπάρχει σε σχετική αφθονία, παράλληλα με το χασίς, του οποίου η εμπορία ήταν σχεδόν ελεύθερη) - εκτός απ τα ταγκό και τα βαλσάκια, λέω, στα οποία πλήρωνε, εκ καρδίας ή εκ χειλέων μόνο, φόρο τιμής, τραγουδούσε κυρίως τα ρεμπέτικα, κι απ' αυτά, περισσότερο τα ζεϊμπέκικα.
Τα ζεϊμπέκικα, όπως είπα, δεν ήταν τραγούδια της Αντίστασης. Δε μιλούσαν για τα φαρμάκια της κατοχής. μιλούσαν για κάτι πιο μόνιμο: Για τα φαρμάκια της ζωής - και καθένας έδινε την ερμηνεία που ήθελε. Ανήκοντας στην τάξη των τρελών ανθρώπων που, εν μέση, κατοχή, τραγουδούσαν ακόμα τα ταγκό, δεν έχω παρά μόνον επιδερμική, εκ των υστερών τρόπον τινά, γνώση αυτών των ζεϊμπέκικων. Για πρώτη φορά απόχτησα συνείδηση της ύπαρξης τους αμέσως μετά την κατοχή, και διότι άρχισαν ν' ακούγονται πιο συχνά, και διότι, λόγω ηλικίας, ήμουνα πια σε θέση να πάω στις διάφορες ταβέρνες όπου τα έπαιζαν. Πάντως, όταν πήγα στη γνωστή διάλεξη του Μάνου Χατζηδάκη, στο τότε Θέατρο Τέχνης του Κουν, στην οποία χρησιμοποίησε επικουρικά και ορχήστρα μπουζουκιών, μου ήταν και γνωστά, και συμπαθή.
Για καμπόσων καιρό ταυτίστηκα μαζί τους, όχι μόνο τα τραγουδούσα, μα πολλές φορές σκεπτόμουνα μ' αυτά, τ' αγάπησα, όχι απλώς σαν Έλληνας, μα σαν άτομο. Την εποχή εκείνη είχα αρχίσει να επαναστατώ εναντίον όλων των ψεμάτων που μου 'χαν πει απ την κούνια μου, και τα τραγούδια αυτά ήταν επαναστατικά, με την καλή έννοια της λέξης, διεμαρτύροντο, πότε έμμεσα, πότε άμεσα, κατά της -αδικίας, εναντίον της ίδιας της ζωής, εντελώς ασύνειδα, Θρηνούσαν ίσως την αποτυχία του Κινήματος, αν ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν θα μάθουμε πια ποτέ. Κι ήταν ακόμα τότε, αν όχι παράνομα, και ρητά απαγορευμένα απ την αστυνομία (αν και μερικά ήταν και απαγορευμένα), Πάντως αντικείμενο εχθρότητας εκ μέρους των αδιόρθωτων, διπλοκουμπωμένων αστών, που δεν έχασαν καιρό, ακόμα και συνεχιζόμενου του ανταρτοπόλεμου, ή ίσως εξ αίτιας αυτού, να προβάλλουν και πάλιν εαυτούς σαν νόμιμους κριτές της συμπεριφοράς του συνόλου. Μα επειδή ακόμα και αυτοί, ντρεπόντουσαν λιγάκι στο μεταξύ για τα ανόσια, μετά την εμπειρία της κατοχής, ταγκό, για κάμποσο διάστημα έγιναν της μόδας, ή τουλάχιστον επιδιώχθηκε να γίνουν της μόδας, τα δημοτικά τραγούδια κι οι δημοτικοί χοροί, πρώτον επειδή οι Έλληνες είχαν ξαφνικά την ανάγκη να διακηρύξουν την «ελληνικότητα» τους, και, δεύτερον, σαν απάντηση στα απειλούντα το status quo ζεϊμπέκικα.
Μα η προσπάθεια αυτή έγινε σε περιορισμένους, κοσμικούς, κύκλους. Τα ζεϊμπέκικα εξακολούθησαν να τραγουδιόνται, και μάλιστα όλο και περισσότερο: Απ' τον υπόκοσμο - πάντα - από εργάτες και μικρό-αστούς, από επαναστατημένους διανοούμενους - όχι ακαδημαϊκούς ή εφημεριδοφιλόλογους - από εκκεντρικούς ξένους, κυρίως ʼγγλους, κι από μερικούς βλαστούς «καλών οικογενειών με κακή φήμη», που τα τραγουδούσαν ή από ανάποδο σνομπισμό, ή από διανοητικό μαζοχισμό, ή ακόμα κι από γνήσια καλλιτεχνικό ή επαναστατικό πνεύμα. Δεν ξέρω πως και ποτέ ακριβώς έγινε το μεγάλο πήδημα, ποιοι παράγοντες συνετέλεσαν, και ποιος απ' αυτούς περισσότερο απ τους άλλους. Μα ξέρω πώς μια εποχή, το να τραγουδάς ζεϊμπέκικα, έκανε πολλά φρύδια να ορθώνονται, σου δημιουργούσε αισθήματα φόβου ή ενοχής, και ξαφνικά, αλλά πόσο ξαφνικά είναι δύσκολο να πει κανείς, όχι μόνον έγιναν εντελώς νόμιμα, όχι μόνον άρχισαν να παίζονται στο ραδιόφωνο, μα ήταν σα να μην υπήρξαν ποτέ κανενός αλλού είδους ελληνικά ή ξένα τραγούδια, ώσπου φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση να καταλαμβάνουν τα τρία-τέταρτα των ραδιοφωνικών προγραμμάτων.
Την αρχή την έκανε, φυσικά, ο κατά τ' άλλα καλοπροαίρετος σύνθετης κ. Χατζιδάκις, ο οποίος, άλλωστε, δεν χρησιμοποίησε μοτίβα μόνον απ' τα ζεϊμπέκικα, αλλά απ όλους τους ελληνικούς χορούς. Πάντως, εκείνος τα πρόβαλε πρώτος στο πλατύτερο ελληνικό, κι αργότερα και διεθνές, κοινό. Ακολούθησαν μερικοί ελαφροί σύνθετες, που έγραψαν ένα νόθο, τραγελαφικό συνοθύλευμα ζεϊμπέκικου και ταγκό ή βαλς («αρχοντορεμπέτικα»). Από κεί και πέρα, το πράμα πήρε φόρα, και δε συμμαζεύεται. Οι αστοί αντιστάθηκαν. Μα γρήγορα κατάλαβαν το μάταιο της προσπάθειας. Με τη γνωστή, λοιπόν, μέθοδο της εκλογικεύσεως, ή την επίσης γνωστή τακτική της εξουδετέρωσης δια της περιέξεως, τ' αγκάλιασαν, τα 'καναν δικά τους. Είναι πάντα ο καλύτερος τρόπος ευνουχισμού μιας «επανάστασης» - φτηνός, ασφαλής, κι αναίμακτος. ʼρχισαν να κάνουν νυχτερινές οδοιπορίες προς τις διάφορες ταβέρνες με ορχήστρες από μπουζούκια, οι τιμές στα μενού ανέβηκαν, οι μπουζουκτσήδες το πήραν απάνω τους, κολακεύτηκαν, είδαν πώς είχαν ανακαλύψει ένα χρυσωρυχείο, κουμπώθηκαν, φόρεσαν ακόμα και σμόκιν, άρχισαν να ποικίλλουν το πρόγραμμα όλο και περισσότερο με τ' ανωδυνώτερα, άδεια από οποιοδήποτε μήνυμα ή σκέψη, αλλά γαργαλιστικότερα, τσιφτετέλια, οι τιμές ξανανέβηκαν, ο αληθινός λαός τρόμαξε, αποσύρθηκε σ' άγνωστες ταβέρνες, μ' άγνωστες ακόμα ορχήστρες, οι εκκεντρικοί κι οι αστοί τις ανακάλυψαν, έπιασαν τα τραπέζια κι εκεί, ώσπου ο λαός, μη βρίσκοντας πια θέση να καθίσει, αναγκάστηκε να μαζεύεται απ' έξω, και να χαζεύει τις ορχήστρες, τους αμερικανούς και τους αστούς, για ν' ακούει τα τραγούδια που βγήκαν, μεσ' απ' αυτόν, μα ήταν πια πολύ ακριβά για την τσέπη του.
Επικράτησε λοιπόν η παρανοϊκή κατάσταση του τουρίστα και του αστού που πήγαιναν να δουν το λαό, και του λαού που πήγαινε να δει τον τουρίστα. Ο τουρίστας, θαυμάζοντας τα προϊόντα μιας οικονομικής αθλιότητας που δε δεχόταν να συμμερισθεί παρά μόνον αισθητικά κι από μακριά, κολάκευε το λαό, για τον οποίο γινόταν συγχρόνως αντικείμενο θαυμασμού και χαζέματος.
Λοιπόν: με τη συνεργεία μερικών καλοπροαίρετων, και πολλών ασυνείδητων ή ανόητων ανθρώπων, έλαβε χώραν μπροστά στα μάτια μας, μια καταπληκτική ληστεία: του δικαιώματος του λαού να κλαίει, τουλάχιστον, τη μοίρα του. Τα ζεϊμπέκικα έγιναν καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, καθιερώθηκαν, έχασαν την αιχμή τους, το νόημα τους, έγιναν, με τη σειρά τους, τα κατοχικά ταγκό της εποχής μας. Ελληνικότερα βέβαια αυτά απ' τα ταγκό, αλλά τι τα θέλετε, δε μιλάνε πια για κοινωνικές αδικίες, ούτε για τα φαρμάκια της ζωής, δε διαμαρτύρονται, καταφάσκουν. Μιλάνε για μικροαστικές ψευτο-ηδονές και ψευτοστενοχώριες, κι εστιν ότε για τα φαρμάκια της ξενιτιάς, πράγμα με βαθιά σημασία, αφού η μετανάστευση δεν είναι αντιμετώπιση της πραγματικότητας, αλλά φυγή απ' αυτήν -το μόνο είδος φυγής που επιτρέπεται πια, όταν δεν επιβάλλεται.
Για να τελειώνω: Τα τραγούδια εκείνα, που κατάφεραν για λίγο να γίνουν τα μέσα έκφρασης μιας διαμαρτυρίας του λαού εναντίον των πάσης φύσεως εκμεταλλευτών του, συνθέτονται τώρα, σύμφωνα με «πλουτοκρατικές» μεθόδους μαζικής παραγωγής απ' τους ίδιους τους εκμεταλλευτές ή απλώς χρηματοδοτούνται απ' αυτούς, προς κατανάλωση απ' το λαό, κι ο λαός, που δεν καταλαβαίνει, ή που κάνει πώς δεν καταλαβαίνει, που χόρτασε κάπως μετά τον πόλεμο, κι επειδή χόρτασε λιγάκι, φαντάστηκε πώς πλούτισε - τα τραγουδάει!
Μ' ενδιαφέρει βέβαια το πράγμα και από κοινωνικοπολιτική, και από πλατύτερη ανθρωπιστική άποψη. Αλλ ούτε πολιτικός είμαι, ούτε μεταρρυθμιστής, ούτ' επαγγελματίας επαναστάτης, και τίποτα προς αυτές τις κατευθύνσεις δεν ειμ' ικανός ή αρμόδιος να κάνω, εκτός από μερικές διαπιστώσεις. Αλλ είμαι λίγο αρμόδιος να κρίνω το αισθητικό αποτέλεσμα όλης αυτής της ανήκουστης φάρσας. Κι είναι αξιοθρήνητο. |