Ρεμπέτικο - Rebetiko

άρθρα-βιβλία

1. γρήγορη αναζήτηση


24/7/1999
- Συγγραφέας: ΠΑΝΟΣ ΓΕΡΑΜΑΝΗΣ
- ΤΑ ΝΕΑ
«Τίποτα δεν είναι επιτηδευμένο στο ρεμπέτικο. Υπάρχει πάντα ειλικρίνεια. Γι' αυτό περνάει στην αιωνιότητα»

«Το στοιχείο που κρατά ζωντανό ­ τα τελευταία χρόνια ­ το ρεμπέτικο τραγούδι, είναι η άνθησή του, που πρώτα απ' όλα οφείλεται στον κατανοητό στίχο και στην απλή μουσική. Είναι τα τραγούδια της παρέας που χορεύονται και τραγουδιούνται εύκολα»

Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι αθάνατο και αιωνόβιο σαν τα ψηλά βουνά. Ζωντανό κομμάτι της λαϊκής παράδοσης και του νεοελληνικού πολιτισμού, αντέχει και περνά στο 2000, όχι ως μουσειακό είδος, αλλά ως μορφή έκφρασης της καθημερινής μας ζωής, ως τρόπος λειτουργίας στη σημερινή μουσική μας πραγματικότητα. Στην ταραγμένη εποχή που ζούμε με κρίσεις ­ τεχνητές ή αληθινές ­ αξιών και οραμάτων, τα ρεμπέτικα τραγούδια με απλότητα, αλλά και ουσία αποτελούν έναν τρόπο αντίδρασης ή αντίστασης σε κάθε μορφής κατεστημένο.


Τρεις θεμελιωτές του ρεμπέτικου τραγουδιού. Ηλίας Ποτοζίδης, Απόστολος Χατζηχρήστος και πίσω ο Παναγιώτης Σαρίκας




Στη θρυλική παλιά φρουρά του ρεμπέτικου, υπάρχουν ακόμη σήμερα οι πρωτομάστορες του λαϊκού ήχου και της μελωδίας και ο καθένας από αυτούς δίνει τη δική του μάχη, για να περάσει στις μάζες αυτό το είδος τραγουδιού στον νέο αιώνα, στη νέα χιλιετία, που κάποτε ήταν παρεξηγημένο και διωκόμενο από την Πολιτεία και από ορισμένες κοινωνικές ομάδες. Οι συνθήκες και οι προϋποθέσεις που κρατούν ζωντανό το ρεμπέτικο τραγούδι και το 'χουν φέρει στο κατώφλι του 2000, βρίσκονται στο μουσικό κλίμα και στη θεματολογία αυτού του είδους. Η μουσική δομή, οι δρόμοι δηλαδή που χρησιμοποιούνται στα ρεμπέτικα και σε προέκταση στα λαϊκά τραγούδια, έχουν ­ κατά τη γνώμη των δημιουργών τους ­ τις ίδιες πηγές: την αρχαία ελληνική μουσική και τη βυζαντινή μουσική. Ο Τσιτσάνης, ο Χατζηχρήστος, ο Περιστέρης, ο Καλδάρας και άλλοι γνωστοί δημιουργοί τού ρεμπέτικου ήταν πεπεισμένοι ότι τα βυζαντινά τροπάρια, τα αρχαία ελληνικά μουσικά έργα, το δημοτικό τραγούδι, το σμυρναίικο, ρεμπέτικο και λαϊκό γράφτηκαν στους ίδιους μουσικούς δρόμους.

Κι αυτήν τη μουσική γραμμή ακολούθησαν οι ίδιοι, αλλά και όλοι σχεδόν οι δημιουργοί του ρεμπέτικου.

Εκείνο το στοιχείο, πάντως, που κρατά ζωντανό, ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, το ρεμπέτικο τραγούδι είναι η άνθησή του, που πρώτα απ' όλα οφείλεται στον κατανοητό στίχο και στην εύκολη (απλή) μουσική.

Με λίγα λόγια, αλλά τόσο όμορφα, ένας πρωτομάστορας ρεμπέτης, όπως ο Μάρκος Βαμβακάρης, τα λέει όλα: «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν, σαν τα λούλουδα του κάμπου». Το ντύνει και με μια ωραία μελωδία που παίζει ο ίδιος και έτσι γίνεται ένα μεγάλο, ένα αθάνατο τραγούδι. Και όλα αυτά τα τραγούδια του είδους χορεύονται εύκολα και τραγουδιούνται εύκολα. Είναι τραγούδια για παρέες, για συντροφιές.


Ο Πάνος Γαβαλάς, (με τη Ρία Κούρτη) στο πάλκο του «Τζίμη του Χοντρού» το 1963. Μαζί του η Λέλα Παπαδοπούλου (με το ακορντεόν). Τραγούδησαν ρεμπέτικα αλλά στήριζαν και τους πρωτομάχους του ρεμπέτικου, όταν το είδος περνούσε μεγάλη κρίση μεταξύ 1955 ­ 1965




ʼλλο σημαντικό γεγονός που έχει συμβάλει στην άνθηση του ρεμπέτικου τα τελευταία χρόνια, είναι ο πραγματικός μύθος με τη ζωή των πρωτοπόρων του ρεμπέτικου. Για πρώτη φορά, οι παλιότεροι και οι νεώτεροι μαθαίνουν, από το 1974 και μετά, στοιχεία και πληροφορίες για τους ρεμπέτες που ήταν παράνομοι, περιθωριακοί και ότι πολλοί απ' αυτούς είχαν διωχθεί από το κράτος, γιατί έπαιζαν μπουζούκι που ήταν απαγορευμένο όργανο την περίοδο του 1930. Στην έρευνα και τη μελέτη για την αναβίωση του ρεμπέτικου, τον πιο σπουδαίο ρόλο έχουν παίξει άνθρωποι της κουλτούρας και της τέχνης, καθώς και συλλέκτες με ανατυπώσεις δίσκων από τις 78 στις 33 στροφές, με εκδόσεις φυλλαδίων, βιβλίων και με πολλές έρευνες γύρω από το αντικείμενο. Μεταξύ τους, ο φιλόσοφος Ηλίας Πετρόπουλος, από το Παρίσι, ο Πάνος Σωτηρόπουλος, ο Παναγιώτης Κουνάδης, ο Κώστας Χατζηδουλής, ο Σπύρος Παπαϊωάννου, ο Γιώργος Ι. Κοντογιάννης, ο Αντώνης Ιωάννου, ενώ πρώτος απ' όλους αυτούς έχει ασχοληθεί με το ρεμπέτικο ο Κύπριος δημοσιογράφος Νέαρχος Γεωργιάδης. Επίσης, το ρεμπέτικο τραγούδι όσο ακούγεται τόσο λειτουργεί με μεγαλύτερη δύναμη. Έτσι καθιερώθηκε να παίζεται ως ποιοτικό είδος τραγουδιού. Δεν είναι τυχαίο ότι τρεις κορυφαίοι συνθέτες, ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης και ο Ξαρχάκος πάτησαν πάνω στις φόρμες του ρεμπέτικου. Ο Ξαρχάκος μάλιστα έγραψε πριν από 16 χρόνια καθαρά ρεμπέτικα τραγούδια, ενώ είναι γνωστές οι απόψεις (θετικές) και οι διασκευές του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο και πολύ περισσότερο η θεωρία του Μίκη Θεοδωράκη, που μιλάει παντού και πάντα με θαυμασμό για τα έργα των Βαμβακάρη, Μπαγιαντέρα, Τσιτσάνη και άλλων δημιουργών («Ήθελα να ήμουν ένας απλός μαθητής του Τσιτσάνη»). Η αναβίωση και γενικά η άνθηση που άρχισε μετά τη μεταπολίτευση και προχωρεί για μετά το 2000, έχει δημιουργήσει ένα ισχυρό μουσικό ρεύμα που, εκτός από τους πρωτομάχους που συνεχίζουν να το υπηρετούν, υπάρχουν και κάποιοι νεορεμπέτες που γράφουν σήμερα πάνω στις παλιές φόρμες (Γκολές, Αγάθων, Κορακάκης, Λεμπέσης, Τσέρτος, Ξηντάρης).


«Θα τραγουδάμε και στον νέο αιώνα»
«Όσο θα υπάρχει Ελλάδα, θα υπάρχει και ρεμπέτικο τραγούδι. Κι όσοι από μας στέκουμε στα πόδια μας θα το τραγουδάμε και πέρα από το 2000!». Ο Τάκης Μπίνης, ο γερόλυκος του ρεμπέτικου, και άλλοι δεκατέσσερις γνήσιοι εκπρόσωποι της θρυλικής παλιάς φρουράς του λαϊκού τραγουδιού, λίγο πάνω ή λίγο κάτω από τα 80 τους χρόνια, ετοιμάζονται να προϋπαντήσουν τον καινούργιο αιώνα και τη νέα χιλιετία με τα αθάνατα ρεμπέτικα τραγούδια. Όλοι τους τραγουδούν και σήμερα, είτε επαγγελματικά στο πάλκο είτε στο σπίτι για να κάνουν το κέφι τους. Μαζί με τα τραγούδια θυμούνται και κάποια γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή τους. Λίγο - πολύ όλοι παραδέχονται ότι στη σημερινή δύσκολη και δυσνόητη εποχή είναι πολύ δύσκολο να γραφτούν ρεμπέτικα που να μιλούν για σύγχρονα γεγονότα (δολοφονικοί βομβαρδισμοί ιμπεριαλιστών στη Σερβία, αλλοίωση τροφίμων από τις πολυεθνικές του κέρδους). Οι μουσικές φόρμες ή κλίμακες υπάρχουν, αλλά λόγια για το σήμερα είναι δύσκολο να βρεθούν ή να γραφτούν.

Τα μέλη της θρυλικής παλιάς φρουράς του ρεμπέτικου θυμούνται.




ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΝΙΣΑΛΗΣ ή ΛΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
(Σολίστ μπουζουκιού, συνθέτης, τραγουδιστής)




Βετεράνος του ρεμπέτικου, παλιά δόξα του, με θητεία 56 χρόνων στο λαϊκό τραγούδι. Από τους κορυφαίους δεξιοτέχνες του μπουζουκιού. Για εννέα συνεχή χρόνια ήταν το alter-ego του Τσιτσάνη. Στα κέντρα, στο studio, στα πανηγύρια, παντού. Έδωσε συναυλία ακόμη και στο «ʼλμπερτ Χολ» το 1972 με Μαρινέλλα και Ξανθόπουλο. Επί τρεις δεκαετίες κρατήθηκε στην κορυφή με τρία μεγάλα σουξέ: 1950-'60 - «Ας πέθαινες να γλίτωνα» με τη Σωτηρία Μπέλλου. 1963-'70 - «Σε μια νύχτα μου 'χεις κάνει άσπρα τα μαλλιά» με τον Πέτρο Αναγνωστάκη. 1970-1980 - «Ιστορία μου, αμαρτία μου» με τη Ρίτα Σακελλαρίου. Πέρυσι, έγραψε δύο τραγούδια για τον ΠΑΟΚ κι έκανε πάλι σουξέ! Θυμάται μια πλάκα που έκανε στον Τσιτσάνη το 1949, στου «Τζίμη του Χοντρού» και την λέει: «Πήρα κρυφά το πορτοφόλι από την τσέπη του παντελονιού του βλάχου (Τσιτσάνη) και το έβαλα στην τσέπη του σακακιού του. Χάλασε τον κόσμο και διεκόπη η παράσταση, μέχρι να μάθει τι του είχα κάνει. Και μετά με κυνηγούσε μέσα το κέντρο».




ΤΑΚΗΣ ΜΠΙΝΗΣ
(Λαϊκός τραγουδιστής, παίζει και μπουζούκι)



Μέσα στην ταβέρνα «Μύκονος» της Φρεαττύδας, ο γερόλυκος του ρεμπέτικου Τάκης Μπίνης θυμάται και περιγράφει μια ενδιαφέρουσα αφήγηση του Γιάννη Τσαρούχη για τους ζεϊμπέκηδες:

«Ο ζεϊμπέκικος χορός είναι καθαρά ελληνικός και όχι τούρκικος, όπως λένε μερικοί. Ο Γιάννης Τσαρούχης μιλούσε για δύο ταξίδια του στα παράλια του Ευξείνου Πόντου. Ξενυχτώντας εκεί στα μπαράκια συγκέντρωσε ιστορικά στοιχεία για τους ζεϊμπέκηδες που χόρευαν αυτόν τον λεβέντικο χορό. Ήταν απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου».

Ο Τάκης Μπίνης αποτελεί φαινόμενο αντοχής. Κοντεύει τα 80 και τραγουδά με ζωντάνια εφήβου. Πιστός στο λαϊκό πάλκο ετοιμάζεται να ξανατραγουδήσει τις αιώνιες επιτυχίες του, «Σιγά-σιγά, αργά-αργά», «Τα πεταλάκια», «Καφεδάκι» αλλά και περίφημα τραγούδια από το «Ρεμπέτικο». «Τα ρεμπέτικα», λέει, «είναι το μπλουζ του 2000».




ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΝΗΤΣΑΡΗΣ
(σολίστ μπουζουκιού και συνθέτης)



«Δούλευα στο "Δάσος", στον Βοτανικό, με τον Μάρκο, τον Στράτο, τον Κηρομύτη, τον Δελιά και άλλους, το 1935», λέει ο Μιχάλης Γενήτσαρης και μας θυμίζει ότι όλη η ομάδα του πάλκου θαύμασε ένα νέο παιδί που πήγε εκεί, για να παρακολουθήσει το πρόγραμμα με τον τραγουδιστή Μήτσο Περδικόπουλο. Ο πιτσιρικάς κρατούσε και έπαιζε πολύ ωραίο μπουζούκι. Ήταν ο Βασίλης Τσιτσάνης σε νεαρή ηλικία. Το παίξιμό του εντυπωσιάσε τον Μάρκο Βαμβακάρη, που είπε τότε: "Μας τρέλανε ο πιτσιρικάς με το ωραίο παίξιμο"».

Μάχιμος και σήμερα ο Μιχάλης Γενήτσαρης, στα 82 του χρόνια, ρεμπέτης μια ολόκληρη ζωή, ετοιμάζει εξόρμηση για μετά το 2000, με εμφάνιση σε λαϊκό κέντρο και κυκλοφορία δύο δίσκων που ετοιμάζει τώρα. «Το ρεμπέτικο αγριεύει και θεριεύει τώρα. Αν του κόψεις ένα κεφάλι, φυτρώνουν δέκα», λέει με περηφάνια ο Γενήτσαρης και ετοιμάζεται να ξαναπεί από το πάλκο τα τραγούδια του: «Εγώ μάγκας φαινόμουνα», «Ο Καλδάρας», «Ο σαλταδόρος», «Οι μαυραγορίτες».




ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΑΤΑΣΣΟΠΟΥΛΟΣ
(δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, συνθέτης)



Από τις ξεχωριστές προσωπικότητες στο ρεμπέτικο τραγούδι. Συναισθηματικός αλλά και πολύ δυναμικός. Τον αποκαλούν «Ντίλιγκερ» του ρεμπέτικου. Έχει γράψει βαριά τραγούδια αλλά και τσιφτετέλια. Έπαιξε στα πιο κυριλέ ρεμπετάδικα της περιόδου του '50 αλλά και στα καταγώγια. Από το 1955, ζει και εργάζεται στην Αμερική. ʼνοιξε δικό του μαγαζί και εργάστηκε εκεί. Κατά διαστήματα πηγαινοερχόταν στην Ελλάδα. Μεγαλύτερη επιτυχία του «Το κορίτσι απόψε θέλει να χορέψει τσιφτετέλι» με τον Τσαουσάκη πρώτα και μετά τη Νίνου (1952 και 1957). Είναι το μπουμ του ρεμπέτικου. Διακρίθηκε και ως μεγάλος δεξιοτέχνης σε ηχογραφήσεις 1.000 και πλέον τραγουδιών.

Στιγμή που δεν ξεχνά: Στο κέντρο «Τζουμχουριέτ» της Κωνσταντινούπολης το 1953 εμφανίστηκε επικεφαλής ορχήστρας ενώπιον 3.000 ατόμων! Τον πλαισίωναν: Τζουανάκος, Κουλαξίζης, Μπέμπα Μπλανς, Νίκος Γούναρης, Εύα Στυλ και ο τερματοφύλακας του Παναθηναϊκού Σκλαβούνος.




ΜΙΧΑΛΗΣ ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
(σολίστ του μπουζουκιού, τραγουδιστής, συνθέτης)



Έχει περάσει τα 80 ο τζέντλεμαν του ρεμπέτικου και ετοιμάζεται να δει την αλλαγή αιώνα και χιλιετίας παίζοντας μπουζούκι στο λιτό σπιτάκι του, στα Καλύβια Αττικής. Κοντά του η σύζυγός του Ελένη και ο φίλος του Κώστας Αυγερινός, με τον οποίο παίζουν μαζί μπουζούκι και τραγουδούν για το κέφι τους και τη συντροφιά τους. Ζει φτωχικά, με μία σύνταξη 47.000 δρχ. και τις πλούσιες αναμνήσεις του. Λέει: «Τον Σεπτέμβριο του 1964, μετά τους γάμους του Κωνσταντίνου, ήρθαν στο πρώτο μαγαζί μου, στον Γέρακα, για να γλεντήσουν, εφοπλιστές, βιομήχανοι, ξένοι βασιλείς και πρίγκιπες. Προς τα ξημερώματα, ο Εμπειρίκος με την παρέα του ήταν σε μεγάλα κέφια. "Μπορώ να γκρεμίσω το μαγαζί;", μου είπε. "Βεβαίως", του απάντησα. Τότε πήρε έναν κασμά και επί μία ώρα κατεδάφιζε τους τοίχους. "Μου άρεσε και θα το πληρώσω ακριβά", είπε. Και την άλλη ημέρα, μου έστειλε μία επιταγή 200.000 δρχ. και έφτιαξα το μαγαζί καινούργιο!».




ΙΩΑΝΝΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
(λαϊκή τραγουδίστρια, στιχουργός, συνθέτις)



Στέκει όρθια στο λαϊκό πάλκο 64 χρόνια. Από 13 χρόνων κορίτσι, έχει φθάσει στο 2000 με εκατοντάδες ρεμπέτικες και λαϊκές επιτυχίες. Η μεταξωτή φωνή που γλυκαίνει τα λόγια και τις μελωδίες των τραγουδιών. Ένα όμως δεν της φεύγει από τον νου ούτε στιγμή. Γιατί το έγραψε όπως το έζησε. Είναι ο «Τρελός Τσιγγάνος», για τον οποίο λέει συγκινημένη:

«Ο τρελός Τσιγγάνος ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Στέλεχος του ΕΛΑΣ που αγωνίστηκε για την ελευθερία της πατρίδας μας και εκτελέστηκε από τους Γερμανούς το 1943. Το έκανα τραγούδι, μου έβαλε την εισαγωγή ο Τσιτσάνης και το τραγούδησα».

Η Γεωργακοπούλου τραγουδά και τώρα. Σε ειδικές εκδηλώσεις, σε ρεμπέτικες βραδιές. Περιμένει κι αυτή το 2000 με αγωνία. Και στον καινούργιο αιώνα ­ λέει ­ θ' ακούγονται «Ο λουλάς», «Το κομπολογάκι», «Το καπηλειό», «Η αχάριστη».




ΤΟΛΗΣ ΧΑΡΜΑΣ
(συνθέτης, μπουζουξής, τραγουδιστής)



«Πατάει» τα '80 και στέκει βράχος ακλόνητος στο ρεμπέτικο και γνήσιο λαϊκό τραγούδι. Από τα 17 του χρόνια μέχρι σήμερα, είναι ο ευγενικός υπηρέτης της πραγματικής λαϊκής διασκέδασης. Πολύ σεμνός ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης. Ξεκίνησε τα πρώτα χρόνια της Κατοχής στην Κόρινθο, μαζί με άλλους δύο κιθαριστές σαν τρίο. Από το 1945 με τη σύζυγό του Λίτσα Χάρμα έκαναν το περίφημο Ντούο Χάρμα. Έκαναν εντυπωσιακές επιτυχίες τραγουδώντας Τσιτσάνη, Χιώτη, Καλδάρα και σε πρώτες εκτελέσεις: «Τρελό κορίτσι» «Κάποια μάνα αναστενάζει», «Ένα τραγούδι απ' τα Αλγέρι», «Σ' ένα βράχο φαγωμένο», «Με γέρασε η ξενιτιά». Ως Ντούο Χάρμα έγραψαν δικά τους τραγούδια που ερμήνευσαν η Μπέλλου, ο Χιώτης, ο Στελλάκης.

Νονός της Μαρινέλλας, που όταν την είχε στο συγκρότημά του στη Θεσσαλονίκη, της έδωσε τ' όνομα αυτό από το ομώνυμο τραγούδι του που είχε γίνει μεγάλη επιτυχία. Επίσης συνδημιουργός με τον Χατζιδάκι στο «Γαρύφαλλο στ' αυτί» και «Είμαι άνδρας και το κέφι μου θα κάνω». Τώρα τραγουδά σε λαϊκό ταβερνάκι του Κολωνού, πάλι ως Ντούο Χάρμα, με τον γιο του ʼρη.




ΣΠΥΡΟΣ ΚΑΛΦΟΠΟΥΛΟΣ
(σολίστ του μπουζουκιού, συνθέτης)



Από τα μικρά του χρόνια στη βιοπάλη της ζωής ο Σπύρος Καλφόπουλος, ένας από τους εκλεκτούς του ρεμπέτικου. Η είσοδός του στο λαϊκό τραγούδι συνέπεσε με τα γεγονότα της Κατοχής, νεαρός μπουζουξής και τραγουδιστής, εντάχθηκε στο ΕΑΜ και αργότερα στον ΕΛΑΣ ως υπολοχαγός. Μετά την απελευθέρωση, στη διάρκεια του δεύτερου αντάρτικου, συνελήφθη και εστάλη εξορία στον ʼη Στράτη. Όταν επέστρεψε, κυκλοφόρησε με μεγάλη επιτυχία τα πρώτα του τραγούδια: «Δυο μάτια, μάτια μου» με την αδελφή του Σούλα Καλφοπούλου και τον Χρήστο Νάκο. Στις αρχές του 1950 έγραψε άλλα πέντε τραγούδια με τη Στέλλα Χασκήλ και αργότερα άλλα 20 με ερμηνευτές τούς Μάρκο Βαμβακάρη, Στελλάκη, Μπίνη και άλλους. Σταμάτησε να γράφει το '62, έφυγε στην Αμερική κι όταν επέστρεψε συνέχισε τη δισκογραφία, τις εμφανίσεις στα κέντρα και πρωτοστάτησε στην αναβίωση του ρεμπέτικου από το 1975, μαζί με τους Ρούκουνα, Κηρομύτη, Κυριαζή, Χρυσάφη, Μοσχονά, Δέδε. Τώρα τραγουδά στο «Ρεμπέτικο Στέκι» της Ν. Φιλαδέλφειας κι ετοιμάζει CD με 24 τραγούδια του!




ΚΟΥΛΗΣ ΣΚΑΡΠΕΛΗΣ
(μπουζουξής, συνθέτης, τραγουδιστής)



«Τον Αύγουστο του 1965 είχαμε πάει να παίξουμε στο Δημόσιο Ψυχιατρείο στο Δαφνί. Λίγο πριν αρχίσουμε το πρόγραμμα, συνάντησα έναν άνδρα ντυμένο σικ και πίστεψα πως είναι γιατρός. Τον ρώτησα και μου απάντησε ότι είναι ράφτης. "Έχω κόψει κοστούμι" ­ είπε ­ "και δεν βρίσκω κομπρεσέρ ν' ανοίξω κουμπότρυπες". Κι εγώ του απάντησα: "Βρες πρώτα κομπρεσέρ, κάνε τη δουλειά σου κι εγώ μετά θα σου στείλω έναν οδοστρωτήρα να σιδερώσεις το κοστούμι σου". Γελάσαμε και κλάψαμε όλοι του συγκροτήματος μ' αυτό το αστείο».

Πολύ παραστατικός ο Κούλης Σκαρπέλης όταν αφηγείται αυτό το κωμικοτραγικό γεγονός. Στα 78 του σήμερα, παίζει και τραγουδά δικά του ρεμπέτικα τραγούδια και λέει ότι θα συνεχίσει και μετά το 2000. ʼλλωστε, όπως διευκρινίζει, το ρεμπέτικο θα τραγουδιέται και το 3000! «Πενθοφορεί η Κοκκινιά», «Στης Αίγινας τις φυλακές», τα πιο γνωστά τραγούδια του. Ρεμπέτης μια ζωή αλλά και λαϊκός αγωνιστής. Πολιτικός κρατούμενος 4 χρόνια, από τα μετεμφυλιακά καθεστώτα (Αβέρωφ, Χατζηκώστα Κέρκυρα).




ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΙΜΠΙΔΗΣ
(ο «αυτοκράτωρ» του μπουζουκιού)



Μόνος με το μπουζούκι που του χάρισε ο «Καλμόλ». Οι ρεμπέτες, οι μουσικοί, οι σολίστες του μπουζουκιού θεωρούν τον Γιώργο Τσιμπίδη σαν τον «αυτοκράτορα» στο παίξιμο του μπουζουκιού. Υπήρξε κορυφαίος δεξιοτέχνης και πήρε μέρος σε χιλιάδες ηχογραφήσεις λαϊκών δίσκων μεταξύ 1945-1965. Κατάγεται από την Ικαρία. Σε ηλικία 15 ετών σπούδαζε στο Εθνικό Ωδείο με υποτροφία. Εγκατέλειψε όμως τις σπουδές του στο βιολί, γιατί τον γοήτευσε το μπουζούκι. Έπαιξε πλάι στα μεγαλύτερα ονόματα: Καζαντζίδη, Γαβαλά, Πάνου, Γκρέι, Λύδια, Χρυσάφη, Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Καλδάρα κ.ά. Για 18 χρόνια εργάστηκε με επιτυχία στην Αμερική, όπου εκτός των άλλων συνεργάστηκε με τον Νίκο Γούναρη. Εδώ και επτά χρόνια βρίσκεται στην Αθήνα. Έχει καταθέσει το όπλο του, το μπουζούκι, και ζει σε διαμέρισμα της κόρης του στο Γαλάτσι, με σύνταξη 90.000 δρχ. τον μήνα! Ξεχασμένος κι αυτός από την Πολιτεία. Όταν έχει διάθεση, το μπουζούκι του παίρνει φωτιά. Και δεν ξεχνά ο Τσιμπίδης τον άνθρωπο που του το χάρισε. Τον φαρμακοβιομήχανο Βασίλη Νικολαΐδη, γνωστό ως «Καλμόλ».




ΑΝΝΑ ΧΡΥΣΑΦΗ
(τραγουδίστρια)



Έκλεισε φέτος 50 δημιουργικά χρόνια στο ρεμπέτικο και το αυθεντικό λαϊκό τραγούδι. Έχει πραγματοποιήσει ένα μακρύ ταξίδι μέσα στη νύχτα. Τραγούδησε στα πάλκα των μεγαλυτέρων αλλά και των πιο ευπρόσωπων λαϊκών κέντρων: «Ροσινιόλ», «Τριάνα του Χειλά», «Φαληρικόν», «Λουζιτάνια», «Κουλουριώτης». Έχει ηχογραφήσει πάνω από 400 τραγούδια από τις μεγάλες συνεργασίες της με Χιώτη, Μητσάκη, Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου. Πριν γίνει τραγουδίστρια ήταν μοδίστρα και έραβε τη Σοφία Μινέικο-Παπανδρέου, μητέρα του Ανδρέα Παπανδρέου. Το μεγάλο της παράπονο είναι ότι ενώ τραγουδούσε τραγούδια στο πάλκο και τα έκανε επιτυχίες, όπως «Το δαχτυλίδι» του Μητσάκη, ο συνθέτης τα ηχογραφούσε με άλλες τραγουδίστριες. Έχει κάνει επιτυχία και τη σύνθεση του Χατζιδάκι «Ο μήνας έχει δεκατρείς».

Τώρα η ʼννα Χρυσάφη ζει, με τον σύζυγό της Φώτη, στους Αγίους Αναργύρους και τα καλοκαίρια στο εξοχικό τους στην Ανάβυσσο.




ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΛΑΞΙΖΗΣ
(δεξιοτέχνης του ακορντεόν)



Ανήκει στην παλιά φρουρά των οργανοπαιχτών και είναι ακόμη ένας εκ των κορυφαίων (ίσως ο κορυφαίος) δεξιοτέχνης του ακορντεόν. Ο πρώτος από τα τέσσερα αδέλφια μουσικούς (τρεις ακορντεονίστες κι ένας μπουζουξής - κιθαρίστας) της οικογένειας Νίκου Κουλαξίζη. Πενήντα ολόκληρα χρόνια δεσπόζει στο λαϊκό πάλκο, όπου συνόδευσε τις φωνές των Καζαντζίδη, Γαβαλά, Τζουαννάκο, Βαμβακάρη, Παπαϊωάννου, Περπινιάδη. Τώρα ζει με τη γυναίκα του, με μικρή σύνταξη. Παίζει σε ταβερνάκια της Ραφήνας με το συγκρότημα Μοναχικοί παραβάτες. Δεν ξεχνά πώς απέκτησε το πρώτο του ακορντεόν στην Καβάλα:

«Στη βιτρίνα ενός χαρτοπωλείου είδα ένα καινούργιο ακορντεόν που είχαν πουλήσει οι Γερμανοί κατακτητές. Έτρεξα στους γονείς μου κλαίγοντας για να μου το αγοράσουν. Η μάνα μου τότε μου είπε: "Βρε παιδάκι μου δεν έχουμε να φάμε. Πού να βρούμε τόσα λεφτά;". Τελικά η μάνα μου πούλησε τα σκουλαρίκια της με διαμάντια που είχε φέρει από την Κωνσταντινούπολη κι αγοράσαμε το ακορντεόν».




ΡΕΝΑ ΣΤΑΜΟΥ
(τραγουδίστρια)



Πρότυπο αντοχής και επιμονής η Ρένα Στάμου ανήκει στις κορυφαίες ερμηνεύτριες του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού, με συνεχή θητεία από το 1949, όταν κυκλοφόρησε το πρώτο της τραγούδι σε δίσκο, που ήταν «Η Σεμιχά» του Γιώργου Μητσάκη. Έναν χρόνο αργότερα είχε κι άλλη μεγάλη επιτυχία, το «Απόψε μ' εγκατέλειψες» του Χρυσίνη, ενώ παράλληλα ήταν πολύ αποδοτική η συνεργασία της με τον Βασίλη Τσιτσάνη στη δισκογραφία όπου είχε μεγάλα σουξέ: «Τσιγγάνε σπάσε το βιολί» «Βγάλε τη μάσκα» «Το κουμπί».

Στη συνέχεια τραγούδησε «Γιατί πονάς και βασανίζεσαι» του Καλδάρα, «Ο Μαχαραγιάς» του Τζουαννάκου και άλλα. Εργάσθηκε στο πάλκο με Τσιτσάνη, Μητσάκη, Χατζηχρήστο, Μάρκο, Στράτο, Ζαμπέτα και Στελάκη Περπινιάδη.

Ετοιμάζει νέο δίσκο με ρεμπέτικα για το 2000 και της έχει μείνει αξέχαστη η στιγμή από την ταβέρνα του Σαμπάνη (στα Πατήσια) το 1982, όταν την αποθέωσε ο κόσμος για την ερμηνεία της στο τραγούδι του Τσιτσάνη «Η Σεράχ».




ΘΑΝΑΣΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
(μπουζουξής και κατασκευαστής μπουζουκιών)



Ρεμπέτης όνομα και πράγμα, ο μπαρμπα-Θανάσης Αθανασίου, 87 ετών, ζει και παίζει μπουζούκι σήμερα, στο φτωχόσπιτό του, στην Αίγινα. Είναι κατασκευαστής μπουζουκιών και μπαγλαμάδων, αλλά παραδίδει μαθήματα μπουζουκιού σε νέους που αγαπούν και μαθαίνουν να παίζουν το μαγικό αυτό όργανο. Το 1937 κυκλοφόρησε τα πρώτα του δέκα τραγούδια στην εταιρεία Οdeon. Δύο από αυτά έγιναν επιτυχίες: «Η ταβέρνα» με τον Στράτο Παγιουμτζή και «Τι γινήκαν τα γλυκά σου χάδια» με τον ίδιο τον Αθανασίου. Επί 75 χρόνια ζει τη ρεμπέτικη ζωή. Γεννήθηκε το 1912 στη Σαντορίνη και μεγάλωσε στο Χατζηκυριάκειο. Ασχολήθηκε με το μπουζούκι και το ρεμπέτικο και λέει με υπερηφάνεια ότι «τελείωσε το μεγαλύτερο σχολείο της ζωής, την Τρούμπα». Έπαιζε στο ίδιο συγκρότημα με Βαμβακάρη, Δελιά, Στράτο, Μπαγιαντέρα. Μ' ένα μπουζούκι γύρισε σχεδόν όλο τον κόσμο. Έμεινε δεκαπέντε χρόνια στην Αμερική και στην Αργεντινή. Δεν θα ξεχάσει ποτέ του ένα ταξίδι στη Δυτική Γερμανία, το 1965, μαζί με τους Σκαρπέλη, Καλφόπουλο και Πετσά. Έπαιξαν μπουζούκι στο ιερό μιας καθολικής εκκλησίας.




ΘΟΔΩΡΟΣ ΠΟΛΥΚΑΝΔΡΙΩΤΗΣ
(σολίστ μπουζουκιού, συνθέτης)



Ο άρχων και γενάρχης της οικογένειας μουσικών. Πατέρας και δάσκαλος του Γιάννη, του Θανάση και του Σπύρου Πολυκανδριώτη. Πενήντα οκτώ χρόνια στη νύχτα και στο πάλκο συμπληρώνει φέτος ο Θόδωρος Πολυκανδριώτης. Ξεκίνησε το 1937 από τα Σίδερα (του Μαυρομμάτη) στου Βλάχου με Βαμβακάρη - Κηρομύτη και είχε εντυπωσιακή εξέλιξη. Αναπολώντας τα παλιά, ο Πολυκανδριώτης μιλά με θαυμασμό για έναν πολύ φίλο του και συμπαίκτη στο μπουζούκι, που τον θεωρεί ως κορυφαία μορφή στο είδος του. Λέει: «Όλοι μας θαυμάζαμε τον Δημητράκη Στεργίου ή γνωστό σαν Μπέμπη. Από τον Χιώτη ως τον Τσιτσάνη. Κεντούσε με το τρίχορδο μπουζούκι του. Όταν έπαιζε, νόμιζες ότι παίζει ολόκληρη ορχήστρα. Έχω περάσει νύχτες ολόκληρες μαζί του στο πάλκο. Και έχουμε παίξει την... άμμο της θάλασσας!».

Ο Θόδωρος Πολυκανδριώτης, μέλος και αυτός της θρυλικής παλιάς φρουράς, εισέρχεται στο 2000 με «τραγούδια που κρύβουν μεγάλα αισθήματα».

Βάλσαμο ψυχής ο ήχος του μπουζουκιού


Ένα γκρουπ από οργανοπαί χτες και τραγουδιστές, στου «Κεφάλα» στη Νίκαια. Από τ' αριστερά: Γιάννης Μπαφούνης ή Σαμιώτης, Θόδωρος Πολυκανδριώτης, Μπέμπα Μπλανς, Δημήτρης Στεργίου ή Μπέμπης, ο Αρμένης Κ. Ρουπέν (με βιολί) και ο γνωστός κατασκευαστής μπουζουκιών, Τσακιριάν



Οι ρεμπέτες της παλιάς φρουράς, που στην πλειοψηφία τους είναι σολίστες του μπουζουκιού, πιστεύουν απόλυτα ότι οι λαϊκές ορχήστρες επιβάλλεται να το χρησιμοποιούν ως βασικό όργανο. Λαϊκή ορχήστρα χωρίς τα μπουζούκια σε πρώτο ρόλο, είναι σκορδαλιά χωρίς σκόρδο, λέει ο Μιχάλης Γενήτσαρης, ενώ ο Χρήστος Δημόπουλος επιμένει ότι ακόμη και σήμερα οι λαϊκές ορχήστρες πρέπει να διαθέτουν δύο σολίστες του μπουζουκιού, ώστε ο ένας να παίζει πρίμο κι ο άλλος σεγόντο. Τότε ο ήχος είναι αυθεντικός, γνήσιος, μοναδικός. Και εξηγούν: το μπουζούκι είναι σαν να σου μιλάει. Βγάζει ήχο ψυχής. Οι χορδές του αγγίζουν τις δικές μας ευαίσθητες χορδές. Κυρίως των απλών ανθρώπων. Για να βγάζει όμως το μπουζούκι ήχο ψυχής και να συγκλονίζει, λέει ο Μιχάλης Δασκαλάκης, πρέπει οι σολίστες να το παίζουν σαν μπουζουκτσήδες της ψυχής και όχι σαν ψυχροί επαγγελματίες. Μόνο ο ήχος αυτός είναι βάλσαμο ψυχής.


 Σχόλια X