Ρεμπέτικο - Rebetiko

άρθρα-βιβλία

1. γρήγορη αναζήτηση


16/4/1998
- Συγγραφέας: ΠΑΝΟΣ ΓΕΡΑΜΑΝΗΣ
- ΤΑ ΝΕΑ
Φορτωμένος με χιλιάδες αναμνήσεις από την περιπετειώδη ζωή του, που την έκανε βιβλίο, κάθεται μες στο τσαρδί του, μονολογεί και δημιουργεί. Σκαλίζει τις χορδές του μπουζουκιού, που έφτιαξε ο ίδιος και σιγομουρμουρίζει:

«Ένας μάγκας γνήσιος ώς τα γεράματά του, την έχει κλάψει τη μαγκιά στα φύλλα της καρδιάς του»

Θανάσης Αθανασίου, 86 ετών, κάτοικος Αίγινας, οδός Αγίας Αθανασίας 17.


Ο ρεμπέτης της Αίγινας στη φτωχή την κάμαρά του. Παίζει και τραγουδά δικά του τραγούδια, με φόντο τους μπαγλαμάδες και τα μπουζούκια που φτιάχνει ο ίδιος.


Ρεμπέτης. Το λέει και το καυχιέται. Καμαρώνει για ό,τι έχει κάνει μέχρι σήμερα. Από τα μικρά του χρόνια έζησε έντονα. Με το μπουζούκι παραμάσχαλα, πέρασε θάλασσες και ωκεανούς. Έκανε έναν μικρό γύρο του κόσμου. Κάθε ημέρα ήταν χρόνος γι' αυτόν. Περιπέτεια, παρανομία, κυνηγητό. Εφιαλτικές ώρες στην Αμερική με τους γκάνγκστερ. Κάποια στιγμή ξαναγύρισε στην Ελλάδα. ʼραξε στην Αίγινα. Του αρέσει ο τόπος και ο κόσμος εκεί. Πριν από λίγες ημέρες ολοκλήρωσε την αυτοβιογραφία του, που κυκλοφορεί σ' ένα βιβλίο 120 σελίδων. Αλλά δεν σταματά εκεί. Δεν το βάζει κάτω. Κατασκευάζει όργανα και τα πουλάει για να ζήσει: μπουζούκια, μπαγλαμάδες, τζουράδες. Παραδίδει και μαθήματα δεξιοτεχνίας σε νεώτερους. Το πιο σπουδαίο αυτή τη στιγμή για τον μπαρμπα-Θανάση Αθανασίου, είναι ότι γράφει τραγούδια ρεμπέτικα τού σήμερα που θα τραγουδήσει ο ίδιος με τρεις νέες κοπέλες. Έχει κλείσει, μάλιστα, στούντιο για ν' αρχίσει τις ηχογραφήσεις τις επόμενες ημέρες.

Γεννήθηκε το 1912 στη Σαντορίνη. Πριν κλείσει τα δύο του χρόνια, οι γονείς του ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά. Στο Χατζηκυριάκειο. Εκεί τα πρώτα του παιδικά χρόνια ήταν πολύ δύσκολα έως εφιαλτικά. Σκληρή βιοπάλη για ένα κομμάτι ψωμί. Η επαφή του με το μπουζούκι και τη λαϊκή μουσική τον έφερε σε καλύτερη μοίρα. Πέρασε το μεγαλύτερο σχολείο της ζωής ­ όπως χαρακτηρίζει ­ την Τρούμπα. Έπαιξε κοντά στον Γκόγκο (Μπαγιαντέρα), τον Μάρκο, τον Μπάτη, τον Δελιά, τον Σπυράτο. Στα 17 του χρόνια αγόρασε ένα μεταχειρισμένο μπουζούκι από έναν φίλο του εργάτη. Μαζί μ' έναν φίλο του κιθαρίστα έκαναν περατζάδα στις παραγκοταβέρνες της Πειραϊκής κι έβγαζαν το χαρτζιλίκι τους. Σιγά σιγά έμαθαν κι έπαιζαν κάπου είκοσι τραγούδια. Αυτό ήταν το εισιτήριο για την Τρούμπα, θυμάται ο μπαρμπα-Θανάσης και τονίζει:

«Βρήκα καλό έδαφος στην Τρούμπα. Υπήρχε μόνο ένα μπουζούκι και τα μαγαζιά γύρευαν τότε μπουζουκλήδες για να γίνεται νταραβέρι. Δεν είχε ζωντανή μουσική. Τη βγάζανε με φωνόγραφα. Γυρίζανε μερικοί Πειραιώτες με κάτι πλάκες στα χέρια και παίζανε.

«Ποτέ μου δεν ήθελα να βγω στην επιφάνεια. Βγήκα μια δυο φορές και το μετάνιωσα. Με πήρε ο Μπαγιαντέρας σ' ένα μαγαζί στου Βλάχου, στο Βοτανικό. Το είχαν δυο αδέλφια, Βλάχοι και νταήδες. Εκεί γινόντουσαν πολλά γλέντια. Οι χασάπηδες, οι μανάβηδες και οι ψαράδες της αγοράς πήγαιναν με μάτσα τα λεφτά, τα σκόρπαγαν και κάνανε τον μάγκα».

Αυτή η νύχτα στο πάλκο του Βλάχου μου 'χει μείνει αξέχαστη, λέει ο ρεμπέτης της Αίγινας:

«Κάθισα δίπλα στον Μπαγιαντέρα. Ήμασταν πάνω στο πάλκο εννιά μπουζούκια. Τους είχε μαζέψει όλους ο Βλάχος. Μπαγιαντέρας, Μάρκος Βαμβακάρης, Στεφανάκης Σπιτάμπελος, Απόστολος Χατζηχρήστος, Γιάννης Παπαϊωάννου και πολλοί άλλοι. Αυτό ήταν πολύ επιδεικτικό. Δηλαδή ποιος θα είναι ο καλύτερος.

ʼρχιζε ο πρώτος ένα ταξίμι, έμπαινε σ' ένα ζεϊμπέκικο και βαράγαμε όλοι το ζεϊμπέκικο. Όταν τελείωνε, άρχιζε ο άλλος, σ' έναν άλλο τόνο ζεϊμπέκικο. Χωρίς να θέλει, ο καθένας σπρωχνότανε για να παίζει καλύτερα. Σαν διαγωνισμός. Εγώ δεν ήξερα ταξίμια και τέτοια δύσκολα πράγματα. Μου είχανε πει: "Ό, τι ξέρεις, όσα ξέρεις θα κάτσεις να τα παίξεις". Είχα βέβαια κάποια ιδέα, αλλά δεν ήμουν σωστά εκπαιδευμένος. Γιατί εγώ τότε τραβιόμουνα με πολλές δουλειές στην αγορά να ζήσω την οικογένεια. Η γνωστή πελατεία του μαγαζιού με είδε φρέσκο εμένα, στη γωνία του πάλκου, κι έρχεται ένας τύπος: "Ρε φιλαράκο, θα μας παίξεις ένα ταξιμάκι". Με κάρφωσε ο αλήτης, είπα μέσα μου. Σαν να μου έριξε μαχαιριά στην καρδιά. Του είπα όμως την αλήθεια και καθάρισα: "Εγώ πατριωτάκι, δεν μπορώ να ευχαριστήσω, γιατί μαθαίνω ακόμα. Μ' έφερε ο Μπαγιαντέρας εδώ σ' αυτό το πανεπιστήμιο"».

Το 1933 ο Θανάσης Αθανασίου γράφει τα πρώτα του τραγούδια και το 1937 τα γυρίζει σε δίσκο, στην εταιρεία του Μάτσα, την «ODEON». Το πρώτο τραγούδι το ερμηνεύει ο Στράτος Παγιουμτζής, «Κάτω στο πασαλιμάνι μια μικρή συνάντησα». Ακολούθησε και άλλη σύνθεση που τραγούδησε ο ίδιος ο Αθανασίου, «Τι γινήκαν τα γλυκά σου χάδια» και μετά η «Ταβέρνα», με ερμηνευτή πάλι τον Στράτο Παγιουμτζή.

Θα του μείνει βαθιά χαραγμένο στη μνήμη το 10ήμερο ταξίδι του στη Γερμανία. Έπαιξε και τραγούδησε με τους Σπύρος Καλφόπουλο, Πάνο Πετσα, Κούλη Σκαρπέλη. Πήραν πολλά χρήματα και τραγούδησαν μέσα στην καθολική εκκλησία του Βούπερταλ.


Στην Αμερική το 1953. Ο Θανάσης Αθανασίου (αριστερά) με τη Ρένα Ντάλια και τον Γιάννη Παπαϊωάννου

«Η ιστορία μου είναι καρφωμένη πάνω σ' αυτά τα ντουβάρια», μας είπε με παράπονο ο Θανάσης Αθανασίου, ο ρεμπέτης της Αίγινας, όταν μας υποδέχτηκε στο τσαρδί του. Αυτές οι φωτογραφίες κρύβουν παλιές δόξες, αλλά και μεγάλες αγωνίες και λαχτάρες. Κάθε εικόνα κι ένα γεγονός. Η περιπέτεια για μένα δεν τελείωσε ποτέ. Είναι καθημερινό βίωμα». Τα λέει αυτά και κρατάει ένα μικρό κουτί. Το ανοίγει, μας κοιτάζει, χαμογελάει και απλώνει το χέρι του: «Ορίστε, πάρτε από ένα λουκουμάκι. Είναι πολύ ωραίο, φρέσκο, σας το προσφέρω με την καρδιά μου». Μετά κάθεται στο κρεβάτι, αρχίζουμε τη συζήτηση και ταυτόχρονα ο μπαρμπα-Θανάσης αρχίζει να καπνίζει και να φιλοσοφεί. Στις φωτογραφίες που καλύπτουν όλους τους τοίχους και των δύο δωματίων του, τα πρόσωπα που έζησε μαζί τους εδώ και στην Αμερική κυρίως. Πάνω από τις φωτογραφίες δεκάδες όργανα που κατασκευάζει. Παίρνει το μπουζούκι του, χαϊδεύει τις χορδές του, κι ακούγεται ένας γλυκός, ένας απαλός ήχος: «Όπου πήγαινα το μπουζούκι αυτό δεν το άφηνα ούτε στιγμή από τα χέρια μου. Δύο φορές με απήγαγαν και με έκλεισαν φυλακή. Στην Αλεξάνδρεια και στο Μπουένος ʼιρες. Τότε που ταξίδευα με τα καράβια και δούλευα σαν μαραγκός, το 1950. Όταν πιάσαμε λιμάνι στην Αργεντινή, πήγαμε σ' ένα μαγαζί που σύχναζαν Έλληνες. Ιδιοκτήτης ήταν ένας Εβραίος. Εγώ κρατούσα το μπουζούκι. Γνωρίστηκα με τις παρέες. Ήπιαμε, ήρθαμε στο κέφι κι άρχισα να παίζω. Έβγαινε ένας ήχος χάρμα, μαγικός. Ξαφνικά, μπήκε μέσα ένας ψηλός Αργεντινός αστυνομικός και με συνέλαβε. Μ' έκλεισε σ' ένα σκοτεινό κρατητήριο, όπου πήγαιναν τους μεθυσμένους της νύχτας. Ήταν ένα κτίριο-μακρινάρι. Σε διάστημα μισής ώρας είχε γεμίσει μεθυσμένους. Εγώ τα 'χασα. Φοβήθηκα. Όλοι έρχονταν προς το μέρος μου. Είδαν το μπουζούκι και μου είπαν: "Παίξε μας και μη σταματάς". ʼρχισα να παίζω και δεν σταμάτησα, μέχρι που ξημέρωσε. Ύστερα τρεις τέσσερις απ' αυτούς ήρθαν και χάιδευαν το μπουζούκι, σαν να ήταν παιδί τους. Ο ήχος είχε γλυκάνει την ψυχή τους».

Γεμάτη περιπέτεια ήταν η ζωή του στην Αμερική, όπου έζησε κοντά 20 χρόνια. Έπαιξε σε κέντρα, τραγούδησε, έφτιαξε οργανοποιείο, απειλήθηκε από γκάνγκστερ, άλλαξε πόλεις, άλλαξε σπίτια, ήρθε σε επαφή με Έλληνες μουσικούς που πήγαν εκεί και έζησε κοντά τους. Παπαϊωάννου, Τζουανάκος, Τατασόπουλος ο Καλύβας, ο Σταμάτης και δεκάδες άλλοι. Στην Αμερική παντρεύτηκε αναγκαστικά, μια Ιταλίδα χορεύτρια, την Ντολόρες, μετά χώρισε, μπλέχτηκε μ' άλλες. Για μεγάλο διάστημα έζησε και εργάστηκε στο Σικάγο. Στην Ελλάδα γύρισε το 1968, ξανάφυγε στην Αμερική και η οριστική επιστροφή του το 1972. Από τότε ζει μόνος στην Αίγινα. Όλα καλά, όλα ωραία λέει και για όλα, για τη ζωή μας αποφασίζει ο Μάστορας! Έτσι αποκαλεί τον άγνωστο Θεό, που, όπως λέει, δεν θα τον δούμε ποτέ.


 Σχόλια X