Ρεμπέτικο - Rebetiko

άρθρα-βιβλία

1. γρήγορη αναζήτηση


- Συγγραφέας: ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΠΟΣΚΟΪΤΗΣ
Στην παλαιά Κοκκινιά, στα χαμόσπιτα και τα λασπόνερα άκουσα τα τραγούδια του Μάρκου

Τη συνέντευξη πήρε ο Αντώνης Μποσκοΐτης
Επιμέλεια: Λιάνα Μαλανδρενιώτη

Με τον Στέλιο Βαμβακάρη, το γιο του Μάρκου, είμαστε φίλοι και συντοπίτες. Κορυδαλλιώτης αυτός, Κερατσινιώτης εγώ. Συναντηθήκαμε πρώτη φορά πριν από μερικά χρόνια, όταν χρειαζόμουν άδεια για τη χρήση ενός κομματιού του στο συλλεκτικό cd της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών. Αιτία γι' αυτή τη συνέντευξη εφ' όλης της ύλης ήταν η πρόσφατη εμφάνιση του Στέλιου και του συγκροτήματος του στην τεχνόπολη του βρετανικού Barbican, στο ναό του Saint - Lucas, δίπλα σε κορυφαία ονόματα της διεθνούς σκηνής όπως της ιέρειας των fado, Misia.

Πότε ανακάλυψες, όντας γιος του Μάρκου Βαμβακάρη, ότι η ενασχόληση με την τέχνη της μουσικής θα σφράγιζε και τη δική σου ζωή;

Μεγάλωσα σε μια λαϊκή γειτονιά της Παλαιάς Κοκκινιάς κι η μόρφωση ήρθε σε μένα μέσω της μουσικής. Τελείωσα το γυμνάσιο, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία, γιατί μόλις πρωτάνοιξα τα μάτια μου στον κόσμο αυτό άκουσα το κελάηδισμα από το τέλι ενός ανθρώπου, ο οποίος τύχαινε να είναι πατέρας μου. Θα ήμουν πολύ τυχερός να είχα ζήσει την "πρώτη καριέρα" του Μάρκου, παρακολουθώντας την εξέλιξη της πορείας του, αλλά και τους χώρους στους οποίους κινήθηκε. Ανέκαθεν ήμουν ρομαντικός, γεμάτος μνήμες για παλιές γειτονιές που πλέον δεν υπάρχουν. Σα να έχω ένα μαγνητόφωνο στα μάτια μου, που εγγράφει μέσα μου τόπους και ιστορίες. Στην Παλαιά Κοκκινιά, λοιπόν μέσα στα χαμόσπιτα και τα λασπόνερα συνέβη να βγουν μεγάλοι καλλιτέχνες, ώστε να λέμε ότι παράχθηκε ο πολιτισμός. Εκεί κι εγώ άκουσα τα τραγούδια του πατέρα μου, τα οποία αργότερα έπαιξα κιόλας, συνοδεύοντας τον.

Θα ήταν ωραίο να μας περιγράψεις μια εικόνα από την καλλιτεχνική σχέση σου με τον Μάρκο Βαμβακάρη…

Το καθένα απ' τα παιδιά του Μάρκου έτυχε να πάρουν το δρόμο τους. Ο μεγάλος μου αδερφός, ο Βασίλης είχε μανία με τη θάλασσα κι έγινε ναυτικός, ο Δομένικος έμπλεξε με το πιάνο του και τις κλασικές μουσικές σπουδές. Σε μένα έπεσε ο κλήρος να ακολουθώ τον πατέρα μας με το μπαγλαμαδάκι μου, κυριολεκτικά ένας γυρολόγος της κοινωνίας όλης! Μια εικόνα που έχει χαραχθεί στη μνήμη μου είναι εγώ και ο Μάρκος με τα όργανα ανά χείρας σε ατέλειωτο ποδαρόδρομο πάνω στον τσιμεντόδρομο. Ταλαιπωρούταν από άσθμα ο πατέρας μου και πολλές φορές ακουμπούσε πάνω μου για να ξαποστάσει. Οποιοδήποτε άλλο παιδί της ηλικίας μου θα τα παράταγε μπαϊλντισμένο. Εγώ όμως δεν έβλεπα την ώρα και τη στιγμή που ο Μάρκος θα' πιανε το μπουζούκι του και θα έλεγε όλα αυτά τα μεγάλα τραγούδια της "δεύτερης του καριέρας".

Πότε έχουμε την πρώτη εμφάνιση σου στη δισκογραφία;

Στη δισκογραφία μπήκα ως εκτελεστής του Στέλιου του Χρυσίνη. Μεγάλος κιθαρίστας και μαέστρος ο Χρυσίνης, μαζί με τους Σκαρβέλη, Περιστέρη και Καρύπη αποτελούσαν κατά κάποιο τρόπο την ορχήστρα του Μάρκου στην πρώτη του περίοδο. Συνεργάστηκα επίσης με τον μεγάλο μπουζουξή Γιάννη Αγγέλου, που τότε δούλευε με τον Καζαντζίδη, σε ηχογράφηση του Παγιουμτζή. Είχε σημασία ότι, μικρό παιδί εμφανιζόμουν πλάι στα μεγαλύτερα ονόματα. Ξεκίνησα με 50 δρχ. μεροκάματο, την άλλη βδομάδα έγιναν 80 ώσπου έφτασα στις 250! Και τότε απόλαυσα πράγματα που είχα στερηθεί: έτρωγα το αγαπημένο μου παστίτσιο, ενώ είχα ταράξει τις μουσταλευριές και τους λουκουμάδες! Γύρω στο 1964 έρχεται και η πρώτη μου επαφή με το στούντιο: με ακούει ο Ζαμπέτας ένα βράδυ στο "Ηλιοβασίλεμα" δίπλα στον πατέρα μου και με ζητάει από το Μάρκο για να παίξουμε μαζί μπουζούκι σε μια ταινία σε μουσική του Χατζιδάκι.

Και το δισκογραφικό βάπτισμα του συνθέτη πλέον Στέλιου Βαμβακάρη;

Η πρώτη κέντα έγινε με τα δύο τραγούδια που υπέγραψα σε στίχους του Μάρκου. Το 1970 - 71 κυκλοφορούν σε δύο δισκάκια 45 στροφών τέσσερα τραγούδια μου σε στίχους Δημήτρη Γκούτη με τη σπουδαία Καίτη Γκρέϋ, η οποία αργότερα με είχε και σαν αποκλειστικό μπουζουξή της. Αυτή με βάφτισε δισκογραφικά, όπως και ο Βαγγέλης Περπινιάδης, άλλος μεγάλος καλλιτέχνης και πολύ φίλος μου. Μέσα σ' όλα αυτά, είπα ν' αφήσω λίγο το Αιγάλεω και την Κοκκινιά και να πάω στην Πλάκα, που τότε ήταν το στέκι των κουλτουριάρηδων. Εκεί γνώρισα την περιβόητη Αλεξάνδρα, επίσης μεγάλη καλλιτέχνιδα, σε ένα πρόγραμμα με τραγούδια του Μάρκου, του Τσιτσάνη και του Χατζιδάκι. Όσο καιρό δούλευα στην Πλάκα, όμως το πρωινό μου απεριτίφ ήταν τα ακούσματα του συχωρεμένου του μπαρμπα - Γιάννη Παπαϊωάννου, του Κηρομύτη, του Τσιτσάνη, όλων των θρύλων που σεβόμουν απεριόριστα!

Από τις μπουάτ της Πλάκας δεν προέκυψε και η γνωριμία με τον Νίκο Ξυλούρη;
Όντως, στη "Λήδρα" γνωρίστηκα με τον Ξυλούρη. Πραγματικός λεβέντης, ένας τραγουδιστής αρχαϊκός και πηγαίος, ένας άνθρωπος χιλίων αστέρων! Στο πρώτο μέρος από συμπάθεια έβαζε μπουζούκι σε ριζίτικα τραγούδια ή αυτά του Μουντάκη και στο δεύτερο έβγαινα εγώ με την Αλεξάνδρα. Έφευγα από το μαγαζί τότε, έχοντας μέσα μου την ανάγκη να παίξω μπουζούκι στα σύννεφα, τον αγέρα και τα πουλάκια! Ο δρόμος μ' έβγαζε στα ποτάμια, τη θάλασσα, στις σπηλιές της Πάρνηθας, όπου έβρισκα καμιά γάτα ή κανά σκύλο, τα τάιζα, καθόμουν κοντά τους κι έγραφα μ' ένα μαγνητόφωνο. Την έχω κρατήσει αυτή τη μουσική, έτσι γεννήθηκαν τα τραγούδια με τον Ξυλούρη. Ο δίσκος ήταν "Τα ερωτικά" σε στίχους Ερρίκου Θαλασσινού, εξ ημισείας με τραγούδια του Μουντάκη, τα οποία, τόσο πολύ άρεσαν στο Νίκο, ώστε απείλησε την εταιρεία COLUMBIA ότι αν δεν τα πει, θα ακυρώσει το συμβόλαιο του. Έτσι γίνονταν οι πάσες μεταξύ των ανθρώπων τότε!

Μίλησε μας λίγο για τις δισκογραφικές συνεργασίες σου στη συνέχεια με τον Νταλάρα, τη Μοσχολιού και τη Μπέλλου…

Βρισκόμουν στη Ρόδο και σκεφτόμουν επαγγελματικά το Νταλάρα, διότι είχα δεθεί πολύ με τη φωνή του στις επιτυχίες του με τον Καλδάρα και τον Κουγιουμτζή. Αν και είχε προηγηθεί η συνεργασία μας στα "Ρεμπέτικα της Κατοχής", είχα μεγάλη φιλία με τη μητέρα του, την κυρα - Τάνια κι έτσι, γυρνώντας Οκτώβριο απ' το νησί του πήγα τα τραγούδια μου. Μάλιστα, στίχους έγραψε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Ο δίσκος βγήκε το 1978, λεγόταν "Οι Μάηδες, οι Ήλιοι μου" και περιείχε 7 δικά μου τραγούδια, τα οποία είχαν μέσα τους την αρμονία της φύσης και μου έδωσαν επίσημα το χρίσμα του λαϊκού συνθέτη. Ύστερα, λοιπόν από ένα δίσκο με τον Ξυλούρη και το Νταλάρα, είχα τη δυνατότητα της επιλογής ερμηνευτών. Η Μοσχολιού μου άρεσε και, γιατί είχε πει πολύ σπουδαία κομμάτια και κυρίως, γιατί θύμιζε μια άλλη νότα μέσ' στη μουσική μου. Της άρεσαν τα τραγούδια που της έδωσα, πάλι σε στίχους του Παπαδόπουλου. Και η Μπέλλου υπήρξε ένας ζωντανός θρύλος που την εποχή εκείνη διέγραφε την τρίτη καριέρα της με τα τραγούδια του Σαββόπουλου, του Μούτση, του Ανδριόπουλου και του Λάγιου. Στίχους στα τραγούδια που κάναμε με τη Μπέλλου έγραψαν η Παπαγιαννοπούλου, ο Κοφινιώτης, ο Μάνεσης και ο Κινδύνης.

Παρ' όλη την ενασχόληση σου με το ελληνικό λαϊκό τραγούδι, γνωρίζω και τη μεγάλη σου αγάπη για το μπλουζ, είδος παρεμφερές με το ρεμπέτικο. Πόσο σε είχε αγγίξει το χίππικο κίνημα της δεκαετίας του ΄60;

Η μουσική που ανέκαθεν με είλκυε ήταν αυτή που πηγάζει από τη φύση. Χίππης δεν υπήρξα ποτέ, αν και τώρα διαθέτω αλογοουρά για γνώση! (γέλια) Ποτέ μου, όμως δεν κατέκρινα αυτόν που είχε τατουάζ, σκουλαρίκια και χαϊμαλιά. Επιπλέον, άκουσα πολύ Μάντι Γουότερς, Στίβι Ρέι Βον, Τζάνις Τζόπλιν, Ντίπ Πέρπλ, Λεντ Ζέπελιν, Μπομπ Ντίλαν, Αρίθα Φράνκλιν, Ότις Ρέντινγκ - μουσικούς αυθεντικούς και σπάνιες προσωπικότητες! Υπό αυτή την έννοια, φαινόμενο είναι ο Χέντριξ, όπως φαινόμενα είναι ο Χιώτης και ο Γούναρης. Σύντομα, μέσα από το συνεχές ψάξιμο μου για τις διεθνείς μουσικές, ήρθαν δύο σημαντικοί άνθρωποι στη ζωή μου: ο Πάνος Ηλιόπουλος και ο Παύλος Σιδηρόπουλος. Μου λένε μια ωραία μέρα, πάρε το μπουζούκι σου την τάδε του μηνός κι έλα στο ΡΟΔΟΝ να μας παίξεις. Με ποιον θα παίξω; Με τον Λουιζιάνα Ρεντ! Τι θα παίξω; Τίποτα! Τι τόνους θα παίξω; Σολ ματζόρε! Εντάξει; Εντάξει! Επί τόπου βγήκαμε στη σκηνή και το αποτέλεσμα μέχρι σήμερα το καμαρώνω! Σα να παίζεις μουσική από σήμερα ως αύριο και το βασικό θέμα να διαρκεί τρία λεπτά, αντιλαμβανόμενοι όλοι τελικά πόσο ροκ πράγμα είναι το μπουζούκι! Έτσι καμαρώνω, επίσης και για την πρόσφατη εμφάνιση μας στο Λονδίνο, όπου έγραψα κονσέρτο σε μουσική μπλουζ για μπουζούκι! Το ίδιο είχε συμβεί πριν λίγα χρόνια όταν παρουσίασα το έργο αυτό σε Φλαμανδούς και Βαυαρούς. Γιατί, εντέλει, η μεγαλύτερη μπαγκέτα είναι η ίδια η ψυχή.


 Σχόλια X