Νίκος Ρούτσος: Η ζωή και το έργο του (1921 - 1970)
Γεννήθηκε στην Αθήνα(;) το 1904 και πέθανε στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1981. - Ο Νίκος Ρούτσος υπήρξε περίφημος ποιητής, στιχουργός ρεμπέτικων τραγουδιών και συγγραφέας-δημιουργός του παιδικού (και όχι μόνον!) περιοδικού φανταστικών περιπετειών της ζούγκλας "ΤΑΡΖΑΝ - ΓΚΑΟΥΡ", που κυκλοφόρησε σε αυτοτελή τεύχη τις δεκαετές '40 και '50 και ψυχαγώγησε μικρούς και μεγάλους (καθώς και τον γράφοντα). Από προσωπική μαρτυρία καταθέτω πως το εν λόγω περιοδικό, σε μέγεθος του άλλου γνωστού παιδικού περιοδικού "Μικρού Ήρωα", πέρασε από τα χέρια μας και μέχρι και την δεκαετία του '60, γιατί ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές. Ο Ν. Ρούτσος ήταν λοιπόν πασίγνωστος στη χώρα ως ποιητής και συγγραφέας, κυρίως παιδικών μυθιστορημάτων και διηγημάτων. Για το λόγο αυτό ντρεπόταν να εμφανίζεται ως στιχουργός ρεμπέτικων τραγουδιών, σε εποχές που το ρεμπέτικο ήταν περιφρονημένο, περιθωριοποιημένο και ..."έχαιρε" της γενικότερης κοινωνικής κατακραυγής! Έτσι, μένοντας στην αφάνεια σαν στιχουργός ρεμπέτικων ασμάτων, απέφευγε την (κατά τη γνώμη του) προσωπική του δυσφήμιση. Λέγεται ότι έπαιζε και καλή κιθάρα (στοιχείο ανεπιβεβαίωτο) και αν αυτό αληθεύει πιθανώς να έχει γράψει και δικά του τραγούδια (ως συνθέτης). (Αυτό πάντως το καταθέτω με πάσα επιφύλαξη). Πάντως (πιθανώς) συνεργάστηκε με τον Βασίλη Τσιτσάνη για το περίφημο "Η μάνα μου με δέρνει", που έγινε παγκόσμια επιτυχία και κυκλοφόρησε παντού (Ευρώπη, Αμερική, Αφρική και Αυστραλία). Στην ετικέτα του 78άρη δίσκου της HMV με αριθμό ΑΟ-2856, εμφανίζεται ως αποκλειστικός δημιουργός (στίχοι και σύνθεση). Με ποιούς συνθέτες συνεργάστηκε o Ν.Ρ.: Ο Νίκος Ρούτσος σαν στιχουργός συνεργάστηκε ιδιαίτερα με τους Βασίλη Τσιτσάνη, Μανώλη Χιώτη, Γιάννη Τατασόπουλο-Ντίλλιγκερ και Σταύρο Τζουανάκο. Με τον Βλάχο έγιναν "μπίλιες" για την πατρότητα των στίχων για διάφορα τραγούδια. Από το 1947 ο Ρούτσος διεκδικούσε ποσοστά σε δεκαοκτώ (18) τραγούδια του Τσιτσάνη για τη στιχουργική τους. Τα δύο αντίπαλα μέρη κατέφυγαν σε πολύχρονους δικαστικούς αγώνες, με συμμετοχή της Columbia σαν μάρτυρας και έφθασαν μέχρι τον Άρειο Πάγο. Η απάντηση της εταιρείας Columbia, σε μορφή επιστολής προς τον δικηγόρο του Ρούτσου, ήταν: από τα 18 διεκδικούμενα τραγούδια στα 9 εμφανιζόταν σαν αποκλειστικός δημιουργός (στίχοι και μουσική) ο Τσιτσάνης, ενώ στα 7 δεν υπήρχε τίτλος στιχουργού στην Columbia (άρα ήταν του ...Τσιτσάνη!!). Τα άλλα δύο ήταν: το "Απόψε κάνεις μπαμ" και η "Συννεφιασμένη Κυριακή". Για το πρώτο δικαιούχοι (κατά την εταιρεία, της οποίας σημειωτέον καλλιτεχνικός Διευθυντής ήταν ο Τσιτσάνης) είναι ο Βασίλης Τσιτσάνης με ποσοστό 75% και Νίκος Ρούτσος με 25%. Για το δεύτερο δικαιούχοι ο Τσιτσάνης με 80% και ο Αλέκος Γκούβερης με 20%. (Σημ.: Πράγματι ο Γκούβερης εμφανίζεται στην αντίστοιχη καρτέλλα της ΑΕΠΙ ότι συμμετέχει σαν στιχουργός του εν λόγω τραγουδιού με ποσοστό 20%). Τέλος, η απόφαση του Αρείου Πάγου στις 5 Φεβρουαρίου 1987 (6 χρόνια μετά το θάνατο του Νίκου Ρούτσου!), στο οποίο κατέφυγε το 1975 με αγωγή ο Ν. Ρούτσος εναντίον του Β. Τσιτσάνη, ήταν απορριπτική και επέβαλε στις εγκαλούσες σύζυγο και θυγατέρα του άμοιρου στιχουργού Ρούτσου (που συνέχιζαν τη δίκη στο όνομα του ενάγοντα) την δικαστική δαπάνη 45.000 δρχ, όχι ευκαταφρόνητη για την εποχή εκείνη. - Να σημειώσουμε πως για τη θρυλική «Συννεφιασμένη Κυριακή», για την οποία χύθηκε τόσο πολύ μελάνι και έγιναν ατέλειωτες συζητήσεις και σχόλια για αρκετές δεκαετίες, έγινε προσ-φατη δημοσίευση ενός χειρόγραφου έγγραφου ντοκουμέντου με το ακόλουθο κείμενο: “Ο κάτωθι υπογεγραμμένος Αλέκος Γκούβερης δηλώ ότι συνέβαλα στην αποπεράτωσιν των στίχων της “Συννεφιασμένης Κυριακής” του Βασίλη Τσιτσάνη δια της προσθήκης ενός και μόνο κουπλέ. Δια την ως άνω δευτερεύουσαν βοηθητική προσφορά μου θέλω λάβω το 20% των επί των στίχων δικαιωμάτων του. Εν Αθήνας τη 17/9/1947, ο δηλών Αλέκος Γκούβερης”. Το ντοκουμέντο αυτό περιλαμβάνεται στο Ιστορικό Αρχείο Βασίλη Τσιτσάνη, μέρος του οποίου δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο περιοδικό “Ταχυδρόμος” από τον ερευνητή του λαϊκού τραγουδιού και στενό φίλο του Τσιτσάνη Κώστα Χατζηδουλή-Ρακοσυλλέκτη, 20 χρόνια μετά το θάνατο του μεγάλου μας δημιουργού, το οποίο περιλαμβάνει εκτός άλλων ιστορικών στοιχείων και το παραπάνω συγκεκριμένο έγγραφο. Το εν λόγω έγγραφο (τη γνησιότητα του οποίου δεν ξέρω αν πρέπει να την αμφισβητήσει κανείς ή όχι) ρίχνει επιτέλους φως σ’ αυτή την μπερδεμένη ιστορία, μάλλον αποκαλύπτει την ιστορική αλήθεια, έστω με καθυστέρηση 57 ολόκληρων χρόνων. Το περιεχόμενο του συγκεκριμένου ντοκουμέντου (και πάντα με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι είναι γνήσιο) βάζει οριστικό τέλος στα μυθεύματα, τις υπερβολές, τις ανακρίβειες, τις κατά καιρούς παράλογες διεκδικήσεις και τα ατέλειωτα κουτσομπολιά για την πατρότητα των στίχων της θρυλικής “Συννεφιασμένης Κυριακής”. Με το ίδιο σκεπτικό (της παραδοχής της γνησιότητας του εγγράφου), αποκαλύπτεται δυστυχώς η προφανή σκοπιμότητα του Αλέκου Γκούβερη, που ισχυριζότανε μεταγενέστερα πως έγραψε τους στίχους, μετά από …..ήττα της ποδοσφαιρικής του ομάδας Α.Ε. Λάρισας, το απόγευμα κάποιας Κυριακής. Και μόνον αυτός ο ισχυρισμός καταρρίπτεται από τα ιστορικά γεγονότα, αφού η Α.Ε. Λάρισας δημιουργήθηκε αρκετά χρόνια μετά τη συγγραφή του μουσικού κομματιού. Ο Γκούβερης διεκδίκησε με επιμονή εκ των υστέρων τους στίχους, που γράφτηκαν βέβαια προτού να γραμμοφωνηθεί το τραγούδι το 1948 και όχι όταν ήταν ακόμα άγνωστη η μετέπειτα τύχη του, δηλαδή πριν γίνει ο γνωστός μας μύθος. Τώρα όμως, το 2004, μετά την δημοσιοποίηση του καυτού εγγράφου, προκύπτει ένα πολύ εύλογο (και μάλλον αναπάντητο) ερώτημα: Αφού υπήρχε το ντουκουμέντο αυτό από το 1947, δεν είναι αρκετά αξιοπερίεργο (και κάπως ανεξήγητο) πως ο Τσιτσάνης άντεξε όλα αυτά τα χρόνια όλη αυτή τη σχετική λασπολογία, τις αμφισβητήσεις και τα μυθεύματα εις βάρος του; Και επιπλέον, πως και γιατί ανέχτηκε να γίνει το αρνητικό επίκεντρο μιας ιστορίας για την οποία χύθηκε τόσο πολύ μελάνη και έγιναν ατέλειωτες συζητήσεις και σχόλια, που -όπως αποδεικνύεται πια- δεν ανταποκρίνονταν καθόλου στην πραγματικότητα; Πολύς ντόρος για το τίποτα! Ο συμπαθής μας και πρωτοκλασσάτος Τσίλας, μπορούσε απλά να παρουσιάσει το ντουκουμέντο του και να βάλει τέλος σ’ όλη αυτή την ιστορία και παραφιλολογία, μια και μιλάμε όχι για ένα απλό τραγουδάκι αλλά πιθανώς για το καλύτερό του, ίσως (κατά τη γνώμη πολλών) για τον εθνικό λαϊκό μας ύμνο και σίγουρα για το επί 50 και πλέον χρόνια μουσικό σήμα κατατεθέν της Columbia. Τώρα, όσον αφορά την διεκδίκηση των στίχων του ίδιου τραγουδιού και από τον Νίκο Ρούτσο (μια και διαφωνούσε από το 1947 με τον Τσιτσάνη, όπως προαναφέραμε), παρόλο που δικαστικά δεν δικαιώθηκε, παραμένει ίσως μια ακραία πιθανότητα οι στίχοι να είναι δικοί του.

www.rebetiko.gr