ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 |
Κάρο Με Στερεοφωνικό, Στην Ανηφόρα Προς Τα Ιεροσόλυμα Γεννήθηκα στις 2 Μαρτίου του ’47 στον Πειραιά, στην Παλιά Κοκκινιά. Στην παιδική μου ηλικία ήμουν πάντα μόνος μου, ένας ψηλολέλεκας με τους ώμους σκυφτούς και με φωνάζανε καμπούρη. Δύσκολα έπιανα παρτίδες, τα τακίμια μου δε μπορούσαν να με ακολουθήσουν στο βιολί που βάραγα εγώ, ο δρόμος ο δικός μου ήταν αλλιώτικος, ήμουν -για να πούμε τα πράγματα στα ίσια- ένας βιοπαλαιστής του αισχίστου είδους. Έφαγα πολύ ποδαρόδρομο, σου λέω. Παρακάλαγα το Θεό να ‘χω ένα πενηνταράκι στην τσέπη μου να πάρω μια τυρόπιτα απ’ τον γυρολόγο που τις κρατούσε ζεστές μέσα σε μια μόστρα γυάλινη. Δεν φαινόντουσαν τα χρόνια μου ότ’ ήτανε λίγα, επειδή ήμουνα πολύ ψηλός, γυμνασμένος και τραβηγμένος από την ξυπολησιά και τα πεζοδρόμια. Είχα ξεσηκώσει από νωρίς τα σχέδια του μάγκα, η όψη μου έκρυβε πολλά και μπορούσα να ξεγελάσω και να περάσω για πιο μεγάλος. Ήμουνα ο μόνος από τους φίλους μου που κορόιδευε τον ταμία κι έμπαινε στα έργα τα ακατάλληλα. Οι συνομήλικοι μου πήγαιναν ο ένας αριστερά, ο άλλος δεξιά. Εγώ ακολουθούσα την ευθεία γραμμή, διότι γραμμή στα μάτια μου ήταν ο πατέρας μου –δεν έφευγα απ’ το δρόμο του κι απ’ τα βήματά του, δεν απομακρυνόμουν, ήμουνα όλη την ώρα πλάι του. Έβλεπα το πιάσιμο του μπουζουκιού απ’ τον Μάρκο κι ήθελα να το κάνω ίδιο. Παρατηρούσα το χέρι του το αριστερό και το δεξί του πόδι. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Ρυθμός που σου γαμάει τα ράμματα. Δε χρειάζεσαι ορχήστρα να σε συνοδεύει για να παίξεις ένα ζεϊμπέκικο. Έχεις για κρουστό το πόδι σου. Τη στιγμή που βαράς την πενιά σου, χτυπάς και το πόδι σου στη γη. Και μες απ’ αυτό το χτύπο μιλάει η ψυχή σου. Και τα δάχτυλα του αριστερού χεριού χορεύουν στα τέλια και πληρώνουν τα χρέη της καρδιάς. Και φανερώνεις όλα εκείνα τα μυστικά που δεν τα ξέρει κανένας, δίνεις του άλλου να καταλάβει της ζωής σου το σενάριο. Όλα τα φυλαγμένα πάθη σου που σ’ έχουν τυραννήσει, τα βγάζεις μες από ένα ωραίο ταξίμι. Η μάνα μου ήταν η δεύτερη γυναίκα του Μάρκου, καταγόταν από τη Σύμη κι όλο της το σόι δούλευε στη θάλασσα. Ο πατέρας της είχε βάρκες στη Βούλα και πήγαινε βαρκάδες τα ζευγαράκια μέχρι το Πασαλιμάνι. Ακριβώς δίπλα μας υπήρχε μπακάλικο, το είχε ένας ρώσος, Περσιάδης λεγότανε. Στο ισόγειο βρισκόταν το μαγαζί και το υπόγειο το ‘χε κάνει ταβέρνα με μια σόμπα στη μέση κι ένα ραδιόφωνο να παίζει τραγούδια αραβικά και τούρκικα και άκουγες την Ουμ Καλσούμ, την Ασμαχάν και τον Αμπντέλ Χαλίμπ. Σ’ αυτό το μπακάλικο -στην Κατοχή, το ’40- έγινε και το γαμήλιο γλέντι του Μάρκου, εκεί μέσα χόρεψαν όλοι οι φίλοι του -ο Παγιουμτζής, ο Μπάτης και οι άλλοι- και ξεσηκωθήκανε όλα τ’ Άσπρα Χώματα. Στη Σύρα εγώ πήγα πρώτη φορά το ’57 – ‘58, μαζί με τον πατέρα μου τον Μάρκο. Έκτοτε ξαναπήγαμε πολλές φορές, για να τραγουδήσουμε στις ταβέρνες και να μαζέψουμε δεκάρες και φραγκοδίφραγκα στο πιατάκι μας. Το πιατάκι το έβγαζα εγώ. Ήμουνα εξασκημένο ζητιανάκι. Καθηγητής στη Σφουγγάρα. Ξέρεις τι πάει να πει Σφουγγάρα; Βουτάς το όργανό σου, πας και κάθεσαι εκεί που περνάει ο πολύς κόσμος, αρχινάς να παίζεις, σε βλέπει ο άλλος, του αρέσεις και σου πετάει το κέρμα του. Ποτέ δεν παίρναμε για τη Σύρα το καράβι της γραμμής, με καΐκι πηγαίναμε, να πνιγούμε. Δεν υπήρχαν λεφτά για ναύλα, έπρεπε ή να χωθείς στη ζούλα και να ταξιδέψεις λαθρεπιβάτης ή να τρέχεις πάνω κάτω στις αποβάθρες και στο μόλο ώσπου να τρακαριστείς με κανα γνωστό σου λοστρόμο και να σε φορτώσει, μαζί με τις πραμάτειες και τα τσουβάλια, στο αμπάρι ενός σαπιοκάϊκου. Και φαντάσου κύμα. Και τον Μάρκο να τον σκοτώνει ο πόνος απ’ τ’ αρθριτικά του και να μη μπορεί να πιάσει το μπουζούκι του. Αυτά δεν ήταν ταξίδια, ήταν κεφάλαια της Οδύσσειας. Πηγαίναμε καμιά φορά και στη Μύκονο, στο «Σαλί-Μπαγλί» -μια ταβέρνα που σερβίριζε καραβίδες, κεφτέδες, πατάτες τηγανιτές και είχε πάντα ουζάκι, κρασί και παγωμένες μπύρες. Έψηνε ο Μάρκος τον ταβερνιάρη κι αυτός μας άφηνε και καθόμαστε σε μια γωνιά περιμένοντας να ξεμπουκάρουν οι εφοπλιστές και οι λεφτάδες από τα καΐκια και τα πλεούμενα, να έρθουν στην ταβέρνα να φάνε, να πιούνε και στο τέλος να μας παραγγείλουν να τους παίξουμε μουσική. Η Μύκονος ήταν πολύ χλιδάτη τότε, σήκωνε μόνο τους εφοπλιστές, τους βιομηχάνους κι αυτούς που είχανε τα χρυσοχοεία. Δεν ήταν, όπως κατάντησε τώρα, νησί για τους πολλούς. Τότε έβρισκες τα βράδια της Παρασκευής -ακόμα και το χειμώνα- τουλάχιστον πενήντα πανάκριβα κότερα αραγμένα στο λιμάνι. Και όλοι, -ιδιοκτήτες, φιλοξενούμενοι και πληρώματα- τρώγανε στο «Σαλί-Μπαγλί». Και στο ξεφάντωμά τους, καλούσανε τον Μάρκο να τους τραγουδήσει. Και ξηγιόντουσαν γενναιόδωρα τη χαρτούρα τους. Στο κάθε νησί μέναμε αρκετές μέρες. Τις πρώτες πηγαίναμε αρκετά καλά, μετά όμως το θέμα χάλαγε και σταματούσε να έρχεται κόσμος να μας δει, μέναμε ρέστοι και πέφταμε στη λούμπα –διότι ή του ύψους ή του βάθους είναι η δουλειά του μουσικού. Ο πατέρας μου έπρεπε να μας ζήσει όλους εμάς και παράλληλα να βρει λεφτά να βάλει δόντια για να κλείσουν τα κενά στο στόμα του και να πάει λίγες μέρες στης Ικαρίας τα λουτρά μήπως και οι πηγές του ισιώσουν τα χέρια. Από τα μαγαζιά πληρωνόμασταν ένα μηδαμινό ποσό ή μας δίνανε μια μακαρονάδα και την τρώγαμε. Τις πιο πολλές φορές έπρεπε να μας αρκεί η τιμή που μας κάνανε να μας αφήσουν να παίξουμε για τους πελάτες τους και να μαζέψουμε τη χαρτούρα. Οι ταβερνιάρηδες βγάζανε πολλά απ’ τα κρασιά και τις μπύρες. Ο Μάρκος τους γέμιζε τις καρέκλες, αλλά εκείνοι δεν του το αναγνωρίζανε όπως έπρεπε και δεν του δίνανε το ανάλογο πριμ. Μόλις όμως πάταγε ο Μάρκος το πόδι του στη Σύρα, γινότανε χαμός. Με το που κατέβαινε απ’ το καΐκι, τον παραλάμβανε ένας αδελφικός του φίλος –ο Αρτέμης ο νερουλάς με το γάιδαρο και τη σούστα του. Η Σύρα είναι βράχος, ο Αρτέμης φόρτωνε με νερό το κάρο και ο γάιδαρος το ανέβαζε ως την κορφή. Είχε πάντοτε κι ένα γραμμόφωνο μαζί του ο Αρτέμης –σα να λέμε: Κάρο με στερεοφωνικό. Πούλαγε πόρτα-πόρτα το νερό και κάθε τόσο ξανακούρδιζε το γραμμόφωνο και έβαζε συνέχεια τον ίδιο δίσκο απ’ την αρχή: «…Σκύλα μ’ έκανες και λιώνω / μες στη σκοτεινιά με πόνο. / Σκύλα μ’ έκανες ρεζίλι / στον πασά και στο βεζίρη. / Σκύλα μ’ έκανες κομμάτια / με τα δυό σου μαύρα μάτια…» -είχε ψύχωση μ’ αυτό τραγούδι του Μάρκου. Το άκουγε, το ξανάκουγε, μερακλωνόταν στο απροχώρητο, παράταγε τα νερά και τα κανάτια και χόρευε ζεϊμπέκικο μπροστά στων νοικοκυραίων τις πόρτες. Ο Αρτέμης, το καθημερινό του δρομολόγιο το άλλαζε μόνο για το χατίρι του Μάρκου –σου μιλάω για πολύ μεγάλη αγάπη. Υπολόγιζε την ώρα που θα ‘φτανε το καΐκι και ερχόταν να μας παραλάβει απ’ το λιμάνι. Μας ανέβαζε πάνω στη σούστα και μας πήγαινε γραμμή στο σπίτι του. Τράβαγε ο γάιδαρος το φορτίο, περνάγαμε από τις γειτονιές κι έβγαινε ο κόσμος στο δρόμο για να μιλήσει του Μάρκου και να του σφίξει το χέρι. Ο Μάρκος ήτανε το καμάρι του νησιού, τον αγαπούσε όλη η κοινωνία, όλη η γκάμα της, όλο το σύμπαν της Σύρας –από τους εφοπλιστές και τους δημόσιους υπάλληλους, μέχρι τους δικηγόρους και τους περιθωριακούς. Το μπουζούκι ήταν το κλειδί -και αν το καλοσκεφτείς μοιάζει με κλειδί- που άνοιγε και τα πορνεία και τα σαλόνια, και τους τεκέδες και τις φάμπρικες. Τον αγαπάγανε τον Μάρκο οι άνθρωποι γιατί τον ξέρανε από παιδάκι. Έβλεπες τον κόσμο να τρέχει κοντά του για να τον υποδεχτεί και νόμιζες ότι το συγκεντρωμένο πλήθος θα έστρωνε μ’ ένα χαλί από βάγια τους ανηφορικούς δρόμους, για να περάσει το γαϊδουράκι που οδηγούσε τον Άγιο Μάγκα στην ανηφόρα προς τα Ιεροσόλυμα. Όταν κάποτε η σούστα έφτανε στο τσαρδί του Αρτέμη, ένα νησιώτικο σπίτι με όλη την ευγένεια και την αρχοντιά που είχε αυτός ο άνθρωπος πάνω του, αμέσως στρωνότανε τσιμπούσι στην αυλή -ανάμεσα σε κανάρια, τριαντάφυλλα, γαρύφαλλα, βασιλικούς, μαντζουράνες- και έβγαιναν αμέσως τα κεράσματα –οι βανίλιες, τα γλυκά του κουταλιού, οι καφέδες και τα λικεράκια. Και δίπλα το γραμμόφωνο που έπαιζε συνέχεια τον ίδιο σκοπό, μέχρι να ξεκουραστεί ο Μάρκος από το ταξίδι, να πιάσει το μπουζούκι και ν’ αρχίσει το ταξίμι του, το καραντουζένι του, και να τραγουδήσει τη «Σκύλα…». Το καραντουζένι ήταν η ψυχή του, γιατί ο Μάρκος κούρντιζε το μπουζούκι στη φωνή του, στον τόνο του, κι έπαιζε, γουστάριζε και κένταγε. Λάλαγε σαν την καλή γαλιάντρα –ένα πουλί αγριεμένο και φουκαριάρικο. Τον Μάρκο, οι φίλοι του τον λατρεύανε. Είχε τακίμια σε όλα τα γύρω νησιά -στην Άνδρο, στην Τήνο, στη Μύκονο, ακόμα και στη Σάμο, την Ικαρία, τους Φούρνους και τη Μυτιλήνη- που κάνανε κέφι να τον ακούσουν να παίζει και να λέει τα τραγούδια του. Κι επειδή η Σύρα ήτανε και κόμβος διοικητικός με τις δημόσιες υπηρεσίες και τα δικαστήρια, κυκλοφορούσε πολύς κόσμος και κάθε φορά, εκεί που έπαιζε ο Μάρκος, γινότανε προσκύνημα. Για τους πιστούς και τους θαμώνες ο Μάρκος ήτανε δώρο Θεού, διότι ακούγανε έναν μεγάλο καλλιτέχνη στην πιο αυθεντική μορφή ενός μουσικού είδους. Ο Μάρκος ήτανε γνήσιος γιατί ήταν γαλουχημένος μες στα προβλήματα των ανθρώπων. Και οι άνθρωποι του παραγγέλνανε τις «Βεργούλες» και το «Αντιλαλούν Οι Φυλακές» και στο τέλος μας δίνανε καφάσια με σταφύλια και με μήλα, τελάρα με αυγά, τσουβάλια με πατάτες, κεφάλια τυριά, ντομάτες, σακιά με πεπόνια, καρπούζια, σύκα ξερά, κουτιά με κυνηγόσκυλα, κλουβιά με γαλιάντρες, με λούγαρα, με φανέτα και καρδερινοκάναρα –μας φορτώνανε δώρα. Και τι κάναμε εμείς που πεινάγαμε; Τα μπάζαμε τα φαγώσιμα όλα σ’ ένα καΐκι, δίναμε ένα μερίδιο στο λοστρόμο που ήτανε εξίσου φουκαράς κι όταν έφταναν στον Πειραιά, ο λοστρόμος φόρτωνε μια μηχανή ή τα καρότσια των χαμάληδων και πήγαινε τις προμήθειες από το λιμάνι μέχρι την Παλιά Κοκκινιά, στο σπίτι του Μάρκου, στο σπίτι μας, στα κτίσματα του συνοικισμού, για να ‘χουνε να τρώνε τα δυό αδέλφια και η μάνα μου. Έφταναν μαζί και τα κλουβάκια. Στην αυλή μας κελαηδούσανε εκατό πουλιά, συναυλία. Τα ‘χαμε κρεμασμένα κάτω απ’ τα κεραμίδια. Νόμιζες ότι οι τοίχοι έχουνε φτερά.… Σκέψου τη χαρά που μας κυρίευε όταν είχαμε ένα τέτοιο κέρδος και μπορούσαμε να ταΐσουμε τους πεινασμένους, πίσω μας. Μου έλεγε ο Μάρκος: «Μάγκα, Στελάκη μου. Σήμερα είμαστε καλά. Θα στείλουμε στη μαμά λεφτά και προμήθειες και θα ΄ναι εντάξει αύριο τ’ αδέλφια σου κι εκείνη». Ήτανε δύσκολη για τον Μάρκο η ζωή, πολλά τα εμπόδια στη μέση και μαζί η γαμιόλα η αρθρίτιδα που του παραμόρφωνε τα δάχτυλα. Και δίπλα του εγώ, γιος και τακίμι, που μ’ αγαπούσε και καταλάβαινε πως είχα κι εγώ καημό για τις μουσικές, τα στιχάκια και τα τέλια, κι ότι ίσως ήτανε της μοίρας μου να γίνομαι η σκιά και η συνέχειά του. Τον ακολουθούσα πάντα για να τον κοιτάζω, να τον φροντίζω, να του κουβαλάω το μπουζούκι, να του συμπαραστέκομαι στη στενοχώρια του, να τον έχω φύλακα άγγελο να με προστατεύει απ’ το ποικιλόμορφο πουταναριό της νύχτας, να τον ακούω να μου μιλάει, να τον βλέπω να δακρύζει, να λέει πως δεν έχει να μου πάρει κανταΐφι και πως όταν κονομήσουμε θα μου αγοράσει ολόκληρο το ταψί και μαζί ένα ποδηλατάκι και δυο καινούρια πουκάμισα. Ό,τι υποσχόταν, το ‘κανε. Στο λέω με τιμιότητα. Ο λόγος του είχε βάρος, βάση, σκοπό και καθοδήγηση. Ό,τι έλεγε ήταν για μένα ευαγγέλιο. Ποτέ δεν πέταγε κουβέντες της πούτσας, δεν έβγαινε απ’ το στόμα του ο λόγος ο σάπιος. Τον άκουγες και ήξερες τι πρέπει να κάνεις, τον εμπιστευόσουν γιατί ποτέ δεν την πάταγες απ’ αυτόν τον άνθρωπο. Δεν υπήρχε περίπτωση να κάτσεις για λίγο μαζί του και να μην μπεις στο παιχνίδι του, να μην πάρεις από τα προτερήματά του. Δεν γινότανε να φύγεις χωρίς να έχεις νιώσει αυτό το αόρατο άγγιγμα. Μάνος Τσιλιμίδης "ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ. Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΓΚΑΣ. Ο ΣΤΕΛΙΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ". Εκδόσεις "Κάκτος" |
www.rebetiko.gr |