ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ - ΘΕΟΛΟΓΙΤΗΣ:

ΣΥΝΘΕΤΗΣ, ΣΤΙΧΟΥΡΓΟΣ, ΕΡΜΗΝΕΥΤΗΣ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΟΠΑΙΚΤΗΣ


Στις 22/6/1997 έφυγε για πάντα από κοντά μας ο «πατέρας» των Ελλήνων λαϊκών δημιουργών και τραγουδιστών της Αμερικής, μετά από πορεία 80 περίπου χρόνων στα μουσικά δρώμενα της ελληνικής παροικίας των Ηνωμένων Πολιτειών, σαν συνθέτης, στιχουργός, τραγουδιστής και οργανοπαίκτης. 

Ο Γιώργος Κατσαρός - Θεολογίτης (το πραγματικό του όνομα) υπήρξε αναμφίβολα ο ζωντανός μύθος της Ελληνικής Λαϊκής Μουσικής των ΗΠΑ, με μοναδική ενεργό καλλιτεχνική δράση, που πραγματικά ξεπέρασε τις οκτώ δεκαετίες από τα συνολικά 109 περίπου χρόνια της ζωής του! 
Ρεκόρ ασυναγώνιστο μακροβιότητας και ενεργού συμμετοχής στα λαϊκά δρώμενα της ελληνικής διασποράς (και όχι μόνον), μέχρι τα τελευταία του!!
- Ο Γ. Κατσαρός προϋπήρξε όλων των μεγάλων δημιουργών του Ρεμπέτικου Τραγουδιού (του Μ. Βαμβακάρη, Γ. Μπάτη, Α. Δελιά, Σ. Παγιουμτζή, Σ. Κερομύτη, Δ. Μπαγιαντέρα, Α. Χατζηχρήστου, Γ. Παπαϊωάννου, Β. Τσιτσάνη, Μ. Χιώτη, κ.α.). Ηχογράφησε και κυκλοφόρησε σε δίσκους γραμμοφώνου ελληνικά λαϊκά και ελαφρά τραγούδια (όπως «ευρωπαϊκά», επιθεωρησιακά, βαρκαρόλες, κλπ) πολύ πριν από τους παλαιότερούς του (του Π. Τούντα, Κ. Σκαρβέλη, Β. Παπάζογλου, Γ. Δραγάτση, Α. Διαμαντίδη-Νταλγκά, Κ. Καρίπη, κ.α.). 

- Γεννήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1888 (ή κατά άλλες πληροφορίες το 1893) στην Αμοργό από τον Νικόλαο Θεολογίτη και την Άννα Στούπη. Ο Γ.Κ. είναι το δεύτερο παιδί της οικογένειας μετά την αδελφή του Σοφία. Η οικογένεια του ήταν από τις πιο ευκατάστατες στην Αμοργό, με μεγάλη κτηματική περιουσία. Μένει όμως ορφανός, σε ηλικία περίπου 5 ετών, από αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του σε ατύχημα και μεγαλώνει με τις φροντίδες της μητέρας του και του παππού του. 
- Κυρίως από τον καλλίφωνο παππού του, που τραγουδούσε τα παλιά τραγούδια του νησιού τους, επηρεάζεται και παίρνει τα πρώτα του «πατήματα» στα νησιώτικα τραγούδια του Αιγαίου Πελάγους και στα τραγούδια της αντίπερα όχθης, των παραλίων της Μικρά Ασίας. Έτσι από μικρός αρχίζει να μαθαίνει κιθάρα μόνος του. 
- Γύρω στα 1903, αναζητώντας καλύτερη τύχη, μετακομίζει με τη μητέρα και την αδελφή του στην Αθήνα. Η μητέρα του, για να ζήσει τα παιδιά της, αναγκάζεται να εργαστεί σαν μαγείρισσα σε σπίτια γνωστών καλών οικογενειών της Αθήνας. Γρήγορα η φήμη της απλώνεται στην πόλη των Αθηνών, ανάμεσα στις προσωπικότητες και επισήμους της εποχής εκείνης και το 1905 προσλαμβάνεται στο υπηρετικό προσωπικό των Ανακτόρων, ως μαγείρισσα του τότε βασιλέως Γεωργίου του Α’.

Στη διάρκεια της δεκαετούς περίπου διαμονής του νεαρού Γιώργου Κατσαρού στην Αθήνα και μέχρι το 1913 που μετανάστευσε στην Αμερική, ακούει και θαυμάζει τις στρατιωτικές μπάντες, μαθαίνει να παίζει στην κιθάρα του και να τραγουδάει όλα τα εμβατήρια και τα τραγούδια της εποχής εκείνης.
- Σαν κιθαρίστας και τραγουδιστής αρχίζει να βγάζει τα πρώτα του χρήματα γύρω στα 1910, παίζοντας άλλοτε μόνιμα και άλλοτε περιστασιακά σαν περιφερόμενος τραγουδιστής στους ψυχαγωγικούς χώρους της Καστέλλας, του Φαλήρου, της Πειραϊκής ακτής και σε διάφορα στέκια της Αθήνας και του Πειραιά. Τραγουδάει και ψυχαγωγεί τον κόσμο κυρίως με ελαφρά και επιθεωρησιακά τραγούδια.

Ο θείος του Γιώργου, την περίοδο αυτή, εργαζόταν στην αστυνομική διεύθυνση του Πειραιά και ο νεαρός τον επισκέπτεται συχνά. Το γεγονός αυτό του δίνει την ευκαιρία να γνωρίσει στο λιμάνι και στα πέριξ μάγκες και ρεμπέτες, να ακούει και να αποτυπώνει ρεμπέτικα τραγούδια, αρκετά από τα οποία τα γραμμοφώνησε αργότερα στην Αμερική. 
- Το Δεκέμβριο του 1913, συνοδευόμενος από το θείο του και με την κιθάρα στις αποσκευές του, επιβιβάζεται στο πλοίο της γραμμής Πειραιάς – Νέα Υόρκη για το μακρινό ταξίδι της ξενιτιάς. 
Τα τρία πρώτα χρόνια στις Η.Π.Α. θα υποαπασχοληθεί σε διάφορες πρόχειρες δουλειές, τελειοποιεί το παίξιμό του στην κιθάρα, προσχωρεί στην ορχήστρα «Salvation Army (Στρατός της Σωτηρίας)» (φιλανθρωπική οργάνωση που συγκέντρωνε χρήματα για τους φτωχούς, κυρίως παίζοντας η μπάντα της) και μπαίνει στη γνωστή παρέα των ελλήνων καλλιτεχνών της εποχής που θαυμάζει (όπως ο Κώστας και η Μαρίκα Παπαγκίκα, η Αμαλία Βάκα, η Κα Κούλα Βλάχου, κ.α.), οι οποίοι λίγο πριν από αυτόν έχουν ήδη ξεκινήσει την καριέρα τους στη Ν. Υόρκη και είναι πλέον γνωστοί στην ελληνική παροικία.

- Από το 1917 παίζει και τραγουδάει καθαρά επαγγελματικά, μόνος ή παρέα με τα γνωστά ονόματα της ελληνικής παροικίας της περιόδου εκείνης, κυρίως παραδοσιακά ρεμπέτικα της εποχής της ανώνυμης δημιουργίας, τα οποία διαμορφώνει και διασκευάζει κατάλληλα, καθώς επίσης ελαφρά, επιθεωρησιακά και δημοτικά τραγούδια, σε ελληνικά στέκια κυρίως της Δυτικής Ακτής (Νέα Υόρκη, Νέα Υερσέη, Φιλαδέλφεια, Βοστόνη, κ.α.).
Η φωνή του ιδιότυπη, άλλοτε νοσταλγική και άλλοτε ιδιαίτερα σκληρή στα παλιά παραδοσιακά ρεμπέτικα, επιβάλλεται στο καλλιτεχνικό στερέωμα. Σ’ αυτό συντελεί και το μοναδικό του στυλ που αναπτύσσει στο παίξιμο της κιθάρας, στοιχεία που τον κάνουν γνωστό στον κόσμο των Ελλήνων μεταναστών, όπου γρήγορα γίνεται περιζήτητος.

Τα καλλιτεχνικά του λοιπόν χαρακτηριστικά, που σημάδεψαν ανεξίτηλα την πορεία του, είναι: το «τσιμπιτό» παίξιμο της κιθάρας και η πρωτότυπη, ωραία «κατσαρή» φωνή του, εξ’ ου ίσως και το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο «Κατσαρός» (κατ’ άλλους, από το πλούσιο κατσαρό του μαλλί). Λέγεται πως τραγουδούσε με πάθος πολύ χαρακτηριστικά, κουνώντας με μαστοριά και ιδιότυπα δεξιά-αριστερά το σαγόνι του! 
(Προσωπικά έκανα τη "γνωριμία" μαζί του πριν 30 χρόνια στην Αυστραλία, όταν έτυχε και πέσανε στα χέρια μου λίγοι δίσκοι του των 78 στροφών. Στην αρχή ξαφνιάστηκα από την ιδιότυπη φωνή του και το ιδιαίτερο παίξιμο της κιθάρας του, που δεν μου θυμίζανε τίποτα γνωστό. Ακούγοντας και ξανακούγοντας τα τραγούδια του απόκτησα την πεποίθηση πως τραγουδούσε "κατσαρά", θα 'λεγα "κουτσαβάκικα", κουνώντας περίεργα το σαγόνι του! Μετά ενθουσιάστηκα και τέλος, από το 1973, έγινα φανατικός ...οπαδός του! Άρχισα λοιπόν αμέσως να συγκεντρώνω στοιχεία γύρω από τη ζωή και την καριέρα του από ηλικιωμένους Έλληνες μετανάστες, που έτυχε να τον γνωρίσουν από κοντά, κατά τη διάρκεια των ταξιδιών και των καλλιτεχνικών του εμφανίσεων στη Μελβούρνη τις προηγούμενες δεκαετίες).

- Το έτος 1919, δύο μόλις χρόνια μετά το επαγγελματικό ξεκίνημά του στις Ηνωμένες Πολιτείες, υπογράφει το πρώτο του συμβόλαιο με τη μεγάλη δισκογραφική εταιρία R.C.A. VICTOR (κορυφαία την εποχή εκείνη, μαζί με την COLUMBIA) για παραγωγή 6 δίσκων το χρόνο, με αμοιβή 500 δολάρια το τραγούδι και διάρκεια συμβολαίου 5 χρόνια, με δυνατότητα ανανέωσης της σύμβασης (ιδιαίτερα ευνοϊκοί όροι).
Την ίδια χρονιά, το 1919, πρωτοεμφανίζεται στη δισκογραφία ως τραγουδιστής με τα παραδοσιακά ρεμπέτικα τραγούδια «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΛΑΥΣΙΣ (ΑΝΤΕ ΣΑΝ ΠΕΘΑΝΩ ΤΙ ΘΑ ΠΟΥΝΕ)» και «Η ΕΛΛΗ (Α' ΚΑΚΟΥΡΓΑ ΕΛΛΗ»), που γίνονται μεγάλες επιτυχίες της εποχής. Αν και η ΕΛΛΗ ήταν ήδη γνωστή από την 1η της εκτέλεση με τίτλο "ΕΛΛΗ-ΕΛΛΗ", με την Σμυρνέϊκη Εστουδιαντίνα, ηχογράφηση Σμύρνης (~ 1915).
- Η πενταετία 1923 – 1925 σφραγίζεται από το μεγάλο έρωτα της ζωής του, με τη σπουδαία Μεξικάνα χορεύτρια Rita Rio. Ο έρωτάς τους αυτός τον φέρνει κοντά στον κόσμο και το χώρο του Χόλλυγουντ, αποκτά γνωριμίες στον περίγυρο του θεάματος, του γίνεται πρόταση και γυρίζει σαν πρωταγωνιστής δύο κινηματογραφικές ταινίες (εποχή του βωβού κινηματογράφου). Γνωρίζεται και γίνεται φίλος με πολλά διάσημα αστέρια της εποχής, όπως ο Τομ Μιξ, ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Ροδόλφος Βαλεντίνο, η Τζιν Χάρλοου, η Ρίτα Χαίηγουορθ, ο Χάμφρεϋ Μπόγκαρντ, ο Κλάρκ Γκέημπλ, κ.α. 

- Το 1923 γνωρίζεται στο Λος Άντζελες, στη Καλιφόρνια, με τον μεγάλο μάγο της κλασσικής κιθάρας Αντρέ Σεγκόβια. Μέχρι και το θάνατο του τελευταίου το 1987 (δέκα χρόνια πριν από το δικό του), αλληλοθαυμάζονται σαν καλλιτέχνες-κιθαρίστες και σαν άνθρωποι και παραμένουν πολύ καλοί φίλοι σε όλη τους τη ζωή.
- Από τις αρχές του 1914 έως και τις 22 Ιουνίου 1997 που απεβίωσε ο Γ.Κ., έζησε και έδρασε καλλιτεχνικά κυρίως στην Αμερική (ΗΠΑ), πραγματοποίησε όμως και δεκάδες πολύμηνα μεγάλα ταξίδια στη Β. και Ν. Αμερική, Ευρώπη, Ινδίες, Ν. Αφρική και Αυστραλία και έτσι έγινε πολύ γνωστός και ιδιαίτερα δημοφιλής στον απανταχού Ελληνισμό, σε όλους τους λάτρεις της ελληνικής λαϊκής μουσικής.

ο μόνο επάγγελμα που έκανε σ’ ολόκληρη τη ζωή του ο Γ.Κ. ήταν του μουσικού. 
- Αποτύπωσε στα κεριά των δίσκων γραμμοφώνου, στη πλανεύτρα ξενιτιά της Αμερικής, ελληνικά τραγούδια που -χωρίς τη δική του δημιουργική παρουσία, τη δική του αγάπη για το ελληνικό τραγούδι και το δικό του πάθος , το μεράκι και την καλλιτεχνική του ευαισθησία- θα πήγαιναν χαμένα και δεν θα γίνονταν ποτέ γνωστά. 
- Συνεργάστηκε και παρέμεινε όλα τα χρόνια φίλος, καλλιτεχνικός σύντροφος, ακούραστος συνεργάτης και συμπαραστάτης όλων των ελλήνων μουσικών της ξενιτιάς. Και η μαμά φύση τον πριμοδότησε με 109 περίπου χρόνια καλής, ήσυχης και δοξασμένης ζωής.

- Στα χρόνια της συνεργασίας του Γιώργου Κατσαρού με την δισκογραφική εταιρία R.C.A. γραμμοφωνήθηκε και κυκλοφόρησε μια σειρά από τα ωραιότερα παραδοσιακά ρεμπέτικα τραγούδια. Πολλά από αυτά σε πρώτη και μοναδική εκτέλεση στην ιστορία της δισκογραφίας, όπως: «Βρε τι μάγκας που ‘μαι εγώ», «Έρχομαι τον τοίχο, τοίχο», «Η ταβέρνα και το ζάρι», «Και γιατί δεν μας το λες», «Μας τη σκάσανε (Το Μποχώρι)», «Νέοι γέροι ψιθυρίζουν (Η μπαρμπουνάρα)», «Ο γιατρός», «Παίζω πόκα παίζω πινόκλι», «Πότε μαύρα, πότε άσπρα», «Στης Σύρας τον ανήφορο», «Το καημένο το γαϊδουράκι», «Τώρα τα παίρνω», «Φονιάς θα γίνω», «Χτες το βράδυ στου Καρίπη», κλπ. (Βλέπε και εργογραφία παρακάτω).
Ανάμεσα στα τραγούδια αυτά περιλαμβάνονται και δικές του συνθέσεις, με στίχους δικούς του, που τον ανεβάζουν ψηλά στο καλλιτεχνικό στερέωμα, τον καταξιώνουν στη συνείδηση και αποδοχή των συναδέλφων του και ευρύτερα του κόσμου, σαν έναν από τους ελάχιστους δημιουργούς λαϊκών τραγουδιών στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ελληνική διασπορά ευρύτερα. 

Αν και ο Γ.Κ. περιελάμβανε στο ρεπερτόριό του εκατοντάδες (ή ίσως και χιλιάδες) τραγούδια, εν τούτοις στη δισκογραφία της εποχής δεν πέρασε παρά μόνον 100 περίπου τραγούδια σε δύο περιόδους, 1919 – 1938 και 1945 – 1955. Ίσως αυτό να οφείλεται στις μικρές σχετικά και κυρίως εφάπαξ αμοιβές που κατέβαλαν οι δισκογραφικές εταιρίες της εποχής εκείνης σε όλους σχεδόν τους καλλιτέχνες και ερμηνευτές. Πιθανώς να υπήρχαν και κάποιες εξαιρέσεις, για διαφορετικούς λόγους, όπως ο Τέτος Δημητριάδης (γνωστός και ως Τάκης Νικολάου ή Νώντας Σγούρος), η Μαρίκα Παπαγκίκα και η Κα Κούλα Βλάχου, όπως προκύπτει από στοιχεία έρευνας και μελετών της δισκογραφίας της εποχής εκείνης. Ένας άλλος λόγος της σχετικά μικρής δισκογραφικής παρουσίας του Γ.Κ. είναι σίγουρα και ο λίγος χρόνος που παραμένει στη Νέα Υόρκη, αφού δεν του το επέτρεψαν οι συχνές και πολύμηνες εξορμήσεις του ανά τον Κόσμο.

- Ο Γιώργος Κατσαρός πολύ σύντομα ανεβαίνει στη πρώτη θέση της ελληνικής μουσικής επικαιρότητας και γίνεται γνωστός και αγαπητός σ’ όλες τις παροικίες του Ελληνισμού, στις ΗΠΑ και στα πέρατα της γης, σε όλες τις Ηπείρους, όπου υπάρχει Ρωμιοσύνη. Αναμφίβολα, στην καλλιτεχνική του κορύφωση συνέβαλε πολύ και η εμπορική επιτυχία των πρώτων του δίσκων. Το σίγουρο είναι ότι ο ελληνόκοσμος τον ήθελε παντού, δεν του έφτανε να ακούει τα τραγούδια του μόνον από τους δίσκους στα γραμμόφωνα, τον ήθελε να τον δει, να τον ακούσει και να τον δει και από κοντά, να τον γνωρίσει. Επομένως δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο Γιώργος Κατσαρός γίνεται τις δεκαετίες ’20 και ’30 ο πιο ταξιδεμένος Έλληνας λαϊκός καλλιτέχνης και δημιουργός. Τα ταξίδια του και οι πολύμηνες περιοδείες του ακόμα και για τα σημερινά δεδομένα θεωρούνται απίστευτες και αξιοζήλευτες και μακράν κάθε σύγκρισης. 

- Το 1925 – 26 ταξιδεύει δύο φορές από τη Νέα Υόρκη στο Λος Άντζελες και από εκεί για την Αυστραλία, όπου πραγματοποιεί πολύμηνη παραμονή, επισκεπτόμενος όλες τις μεγάλες πόλεις (Μελβούρνη, Σίδνεϋ, Πέρθ, Αδελαΐδα), όπου ζει και τον περιμένει ο διψασμένος για ψυχαγωγία Έλληνας μετανάστης. Αποθεώνεται και λατρεύεται από την Ελληνική παροικία των Αντίποδων. Περιοδεύει επίσης στις ελληνικές παροικίες της Λατινικής Αμερικής (Αργεντινή, Βραζιλία, Χιλή, κλπ) και φτάνει μέχρι την εξωτική Ινδία για να ψυχαγωγήσει τους λίγους (σχετικά) Έλληνες της χώρας αυτής της Ανατολής. Σε κατοπινό του ταξίδι, επισκέπτεται την Αφρική, για ξεδιψάσει τους Έλληνες της διασποράς της Αιγύπτου, του Σουδάν, της Αιθιοπίας και για να καταλήξει στο Κέϋπ Τάουν στη Νότια Αφρική! 

Το 1927 – 28 έρχεται για πρώτη φορά μετά το 1914 στην Ελλάδα και παραμένει για οκτώ μήνες. Κατά την παραμονή του αυτή γνωρίζεται πολύ γρήγορα και συνεργάζεται με τα πιο σημαντικά πρόσωπα της Ελληνικής λαϊκής σκηνής και κυρίως με τους μικρασιάτες καλλιτέχνες Σπύρο Περιστέρη, Αντώνη Νταλγκά, Παναγιώτη Τούντα, Γιάννη Δραγάτση-Ογδοντάκη, Δημήτρη Αραπάκη, Κώστα Καρίπη και με το καλύτερο βιολί των Βαλκανίων –τον μαέστρο Μήτσο Σέμση-Σαλονικιό. Μαζί τους θα εμφανιστεί σε διάφορα πάλκα και εκδηλώσεις, θα παίξει και θα τραγουδήσει σε κέντρα της Αθήνας, του Πειραιά (στο Φάληρο), καθώς και των Μεγάρων, των Μεθάνων και σε διάφορα άλλα μέρη της Αττικής.
Κοντά τους αποκτά μοναδικές εμπειρίες και πλουτίζει το ρεπερτόριό του.

Από τότε και μετά, ο Γιώργος Κατσαρός, ξανάρχεται στην Ελλάδα άλλες δύο φορές. Τη μία το 1988 (προσκαλεσμένος από τον Παναγιώτη Κουνάδη) και το 1995 – 96 (δεν θυμάμαι ακριβώς) υπέργηρος πια, πάνω από 100 χρόνων, μας έρχεται για τελευταία φορά (νομίζω αυτή τη φορά προσκαλεσμένος από τον Πάνο Σαββόπουλο).

- Τη δεκαετία του ’20 έρχεται στο Σικάγο, που καιγόταν από αιματηρές αντιπαραθέσεις για τον οικονομικό έλεγχο των μαγαζιών μεταξύ των διαφόρων οικογενειών και φατριών της Μαφίας, με δεσπόζουσα μορφή τον περιβόητο Αλ Καπόνε. Ο Γ.Κ. εργάζεται σε κέντρα που ελέγχει ο διαβόητος αρχιμαφιόζος, που ήταν κι αυτός θαυμαστής του Κατσαρού.

- Το 1923 αποκτά το πρώτο του αυτοκίνητο με το οποίο, παράλληλα με τις περιοδείες του, οργώνει τις Ηνωμένες Πολιτείας από άκρο εις άκρον. Σε κάθε τόπο που επισκέπτεται, ανάλογα με την τοπική προέλευση των ελλήνων κατοίκων, μοντάρει και διαφορετική κομπανία. Μαζί του, συνεργάζονται οι σπουδαιότεροι οργανοπαίκτες της εποχής και οι καλύτεροι ερμηνευτές και ερμηνεύτριες. Σπουδαίοι βιολιστές, όπως: ο Θανάσης Μακεδόνας, ο Νικήτας Σιφνιός, ο Άγγελος Στάμος, ο Ανδρέας Πόγγης, ο Γιώργος Γκρέτσης, ο Βαγγέλης ο Ναύτης (που επισκέφθηκε για λίγο καιρό την Αμερική γύρω στα 1928), ο Νικήτας Τσομπανάκης, κ.α. Υπέροχοι κλαρινίστες, όπως: ο Κώστας Γκαδίνης, ο Νίκος Ρέλιας, ο Βαγγέλης Βλάχος, ο Γιάννης Κυριακάτης και ο Αντώνης Σακελλαρίου. Οι γνωστοί τσεμπαλίστες Κώστας Παπαγκίκας (σύζυγος της Μαρίκας Παπαγκίκα) και Σφοντυλιάς, ο μπουζουξής Κώστας Καλύβας, ο Αρμένης Μάρκος Μέλκον με το ούτι του, ο Γιάνναρος με το ακορντεόν, ο περίφημος δεξιοτέχνης λυράρης Χαρίλαος Κρητικός-Πιπεράκης, ο φημισμένος κανονίστας Γαρμπής ο Πολίτης και άλλοι πολλοί. 
Το φωνητικό μέρος των κομπανιών αυτών, εκτός από τον ίδιο, κάλυπταν κατά περίπτωση οι καλύτερες φωνές της Αμερικής της εποχής εκείνης, όπως: από τους άνδρες, Κώστας Δούσας, Τέτος Δημητριάδης, Αχιλλέας Πούλος, Μάρκος Μέλκον, Χαρίλαος Κρητικός-Πιπεράκης και από τις γυναίκες, Μαρίκα Παπαγκίκα, Κα Κούλα Βλάχου, Αμαλία Βάκα, Βιργινία Μαγκίδου, Στέλλα Κέϋ, Αγγελική Καραγιάννη, κ.α.

- Από τη δεκαετία του ’20 είχε φιλικές σχέσεις και συνεργαζόταν περιστασιακά και με τους διάσημους μπουζουξήδες της ομογένειας των ΗΠΑ, τον Γιάννη Χαλικιά ή Τζακ Γρηγορίου και με τον Μανώλη Καραπιπέρη, οι οποίοι είναι και οι πρώτοι που γραμμοφώνησαν ρεμπέτικα τραγούδια με μπουζούκι. 

[Σημείωση Στέλιου Λαμπρόπουλου: το κείμενο γράφτηκε το 2003. Υπάρχει στο πανεπιστήμιο Humbolt του Βερολίνου, μια ηχογράφηση των Ελλήνων στρατιωτών του Δ' Σώματος Στρατού, η οποία θεωρείται, μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου, η πρώτη ηχογράφηση με μπουζούκι. Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε στην σελίδα Παράδοξον]


- Ο Μ. Καραπιπέρης τον συστήνει στον θαυμάσιο τραγουδιστή και ηθοποιό της Επιθεώρησης και του Μελοδράματος Γιαννάκη Ιωαννίδη, ο οποίος τον φέρνει μέσα στην παρέα του θιάσου της Παντοπούλου. Ο Γ. Ιωαννίδης γραμμοφώνησε εκπληκτικά επιθεωρησιακά ρεμπέτικα της εποχής (όπως ο θρυλικός «Πινόκλης»). Το 1925, ο θίασος Παντοπούλου, εγκαθίσταται οριστικά στη Νέα Υόρκη, μετά από περιοδεία στην Αυστραλία. 
Στο θίασο αυτό, που έκανε θραύση στην Αμερική, συμμετείχαν οι ηθοποιοί Λίζα και Γεράσιμος Κουρούκλης, ο Κώστας Καζής και άλλοι, που μας άφησαν υπέροχες γραμμοφωνημένες εκτελέσεις γνωστών τραγουδιών της επιθεώρησης και του μελοδράματος. Η άφιξη και παραμονή στις ΗΠΑ, για αρκετό διάστημα, του Πέτρου Κυριακού, δίνει άλλη πνοή στο θίασο και ο Γ.Κ. θα εμφανιστεί με τον περίφημο Κοκοβιό ή Πετράν (Π.Κ.) σε επιθεωρησιακά νούμερα που άφησαν εποχή. Από ένα τέτοιο νούμερο θα εμπνευστεί ο Κατσαρός και το τραγούδι του «Το καϋμένο το γαϊδουράκι». 

- Ας ξαναγυρίσουμε όμως λίγο στο διάσημο φίλο του Αντρέα Σεγκόβια. Πολλές φορές πήγαινε και παρακολουθούσε ο αριστοτέχνης κιθαρίστας τον Κατσαρό στα κέντρα που εμφανιζόταν, και πάντα απορημένος έλεγε κατόπιν στο φίλο του: «Γιώργο, καλέ μου φίλε, πως παίζεις μ’ αυτό τον τρόπο την κιθάρα σου;». Επισήμανε ακόμα κι αυτός το περίεργο και χαρακτηριστικό «τσιμπιτό» παίξιμο του Κατσαρού, που βέβαια έχει αποτυπωθεί για πάντα στα αυλάκια των 78 στροφών, αλλά που αποτελεί ένα άλυτο ίσως αίνιγμα για όλους τους κιθαρίστες που τον άκουσαν μέχρι σήμερα.

- Στη δεκαετία του ’20 πεθαίνει η μητέρα του στην Αθήνα και η μοναδική του αδελφή Σοφία πηγαίνει στην Αμερική και παντρεύεται εκεί. Το 1938 βρίσκεται με τον άντρα της πίσω στην Αθήνα και η κήρυξη του πολέμου τον Οκτώβρη του 1940 τους αναγκάζει να μείνουν στην Ελλάδα, μέχρι τη λήξη του πολέμου, στο οικογενειακό τους σπίτι στην Καλλιθέα. Τα χρόνια της Κατοχής η Σοφία μπαίνει στην Εθνική Αντίσταση και αναμειγνύεται σ’ ένα δίκτυο διάσωσης και αποστολής σημαντικών προσώπων του Αμερικανικού στρατού στη Μέση Ανατολή. Η δράση της αυτή επισημάνθηκε και εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών και παρασημοφορήθηκε αργότερα για τη προσφορά της. Με την αναχώρηση των Γερμανών τέλος του 1944 από την Ελλάδα και εκφράζοντας η Σοφία την επιθυμία της στην Αμερικανική Πρεσβεία να επιστρέψει στις Η.Π.Α. με τον άνδρα της, της ακούγεται απίστευτο όταν σε λίγες μέρες της ανακοινώνουν πως ο τότε Πρόεδρος Ρούσβελτ έδωσε εντολή να της στείλουν ειδικό αεροπλάνο για να τους μεταφέρει στην Αμερική.
Με την ευκαιρία αυτή, την τίμησε προσκαλώντας την σε γεύμα στο Λευκό Οίκο, όπου και την παρασημοφόρησε προσωπικά ο ίδιος. Μέγιστη τιμή για τη θαρραλέα Ελληνίδα Σοφία Θεολογίτη. (Καμάρωνε ο Κατσαρός για την αδελφή του, διηγώντας τα στον Παναγιώτη Κουνάδη το 1987, όταν ο τελευταίος τον επισκέφθηκε και τον γνώρισε στην Αμερική). Η Σοφία, που ήταν καλή ερασιτέχνης τραγουδίστρια, όταν επέστρεψε στις Η.Π.Α., μετέφερε στον αδελφό της (όπως θυμότανε βέβαια) και μερικά τραγούδια της Κατοχής, όπως τους «Σαλταδόρους» και «Μας πήγαν εξορία (παραλλαγή του Βάρκα γυαλό)», τα οποία ο Γιώργος Κατσαρός τα γραμμοφώνησε μετά τον πόλεμο. Το «Μας πήγαν εξορία» τραγουδιόταν από τους έλληνες αιχμαλώτους στη Μέση Ανατολή, οι δε «Σαλταδόροι» είναι διασκευή του πασίγνωστου «Σαλταδόρου» του Μιχάλη Γενίτσαρη, που ποτέ δεν γραμμοφωνήθηκε τα χρόνια εκείνα στην Ελλάδα. Στο δίσκο της Αμερικής το τραγούδι εμφανίζεται σαν δημιουργία του Κατσαρού, είναι όμως βέβαιο πως ο πραγματικός δημιουργός είναι ο Γενίτσαρης και πρόκειται για διασκευή του Γ.Κ.


- Στις αρχές της δεκαετίας του ’30 αλλάζει δισκογραφική εταιρία –μόλις λήγει το συμβόλαιό του με την R.C.A. VICTOR– και δισκογραφεί με την COLUMBIA μια σειρά δικών του συνθέσεων, μεταξύ των οποίων και κάποια επιθεωρησιακά τραγούδια. Μεταξύ αυτών οι «Πυτζάμες» και το σατυρικό της οικονομικής κρίσης (κραχ) του 1929 «Με τις τσέπες αδειανές». 

Στο τέλος της δεκαετίας του ’30 αυξάνονται οι ελληνικές δισκογραφικές εταιρίες στις Ηνωμένες Πολιτείες και ο Γ.Κ. θα συνεργαστεί με τις BALKAN, METROPOLITAN, KALITHON και ORTHOPHONIC, για την γραμμοφώνηση τραγουδιών σε σόλο φωνητική παρουσία και σόλο συνοδεία με την κιθάρα του. 
Η δισκογραφική του παρουσία θα τελειώσει γύρω στα 1955, με τις επίσης ελληνικές εταιρίες της Αμερικής STANDARD και GRECOPHON, αφήνοντας πίσω του υπέροχα δείγματα τραγουδιών (κυρίως δικά του) με εμπλουτισμένες λαϊκές ορχήστρες αποτελούμενες από μπουζούκι, βιολί, κιθάρα, τουμπελέκι, κλπ. 

- Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 αρχίζει η άφιξη των διάσημων δημιουργών και ερμηνευτών του ρεμπέτικου στην Αμερική, και ο Γιώργος Κατσαρός είναι αυτός που τους υποδέχεται. Καταφθάνουν λοιπόν όλο ελπίδες και όνειρα διαδοχικά ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Μανώλης Χιώτης με τη Μαίρη Λίντα, ο Σταύρος Τζουανάκος, ο Θανάσης Ευγενικός, ο Τάκης Μπίνης, ο Νίκος Καλλέργης, ο Γιάννης Τατασόπουλος ή Ντίλιγκερ, ο βιρτουόζος Δημήτρης Στεργίου (Μπέμπης), ο δεξιοτέχνης Χάρης Λεμονόπουλος, η Ρένα Ντάλια, η μεγάλη Μαρίκα Νίνου, ο Κώστας Καπλάνης, ο Ανέστος Αθανασίου ή Γύφτος, αλλά και από την «ελαφρά σχολή» ο Νίκος Γούναρης, η Κάκια Μένδρη, και άλλοι πολλοί.

Όλοι περνάνε από το στέκι της Μαρίκας, συνεργάτιδας του Γ. Κατσαρού, στο Σικάγο, και δουλεύουν στο μαγαζί της.

- Το 1957 ο Γιώργος Κατσαρός πραγματοποιεί ένα νεανικό του όνειρο: πηγαίνει να εγκατασταθεί μόνιμα στο ελληνικό χωριό Tarpon Springs της Φλώριδα, στο Κόλπο του Μεξικού, στο καταφύγιο των σφουγγαράδων της Αμερικής, όπου παραμένει και μέχρι το τέλος της ζωής του. Συνεχίζει όμως να παίζει και να τραγουδά σε επαγγελματική βάση ακόμα και τη δεκαετία του ’80, σε κάθε ευκαιρία που του δίνεται (γιορτές, πανηγύρια, χοροί ομογενών, κλπ). Τον βρίσκουμε παρόντα, να παίζει την κιθάρα του και να τραγουδά -αειθαλής πάντα- ακόμα και σε προεκλογικές εκστρατείες βουλευτών και γερουσιαστών. Το 1960 λαμβάνει μέρος σε προεκλογική καμπάνια του Προέδρου Τζων Κέννεντυ.

- Τον Μάρτη του 1987, συνοδεία του φίλου του ακκορντεονίστα Γιάνναρου, τραγούδησε μπροστά σε χιλιάδες πολίτες, στη γιορτή της εκατοενταετηρίδος της πόλης. Την επόμενη χρονιά, το 1988, καλεσμένος στην Ελλάδα από τον γνωστό ερευνητή και ρεμπετολόγο Παναγιώτη Κουνάδη, εμφανίζεται με μεγάλη επιτυχία στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά και στο θέατρο Δάσους στη Θεσσαλονίκη. Με τη ζωτικότητά του, επιβεβαιώνει σε όλους όσους τον παρακολούθησαν με δέος και πολλή αγάπη, ότι παραμένει ένας αειθαλής, ευγενής, αιωνόβιος έφηβος! 

Τέλος, το 1995 – 96, που μας επισκέπτεται για τελευταία φορά, καλεσμένος τώρα από τον επίσης γνωστό ερευνητή και ρεμπετολόγο Πάνο Σαββόπουλο, εμφανίζεται με την κιθάρα του στη Θεσσαλονίκη, στην Αίγλη (δεν έχω πληροφορίες αν εμφανίστηκε και στην Αθήνα) ο ζωντανός πλέον θρύλος των 107 περίπου ετών (τότε), καταχειροκροτούμενος από τον κόσμο που είχε την τύχη να τον ακούσει (ίσως να ήταν και η τελευταία του δημόσια εμφάνιση). 
Ο Δήμος Θεσσαλονίκης, την επομένη, τον προσκαλεί στο Δημαρχείο της πόλης, σε ιδιαίτερη τελετή, για να τον τιμήσει δεόντως για την ογδοντάχρονη και πλέον πολιτιστική προσφορά του στον απανταχού Ελληνισμό. 



www.rebetiko.gr