Κατά τον Τούρκο μουσικολόγο Mahmut R. Gazimihal, ο όρος καφέ αμάν είναι τσιγγάνικη παραποίηση στον τούρκικο όρο mani kahvesi, που χαρακτήριζε όσα καφενεία διέθεταν 2 ή 3 τραγουδιστές που αυτοσχεδίαζαν στίχους (λεγόμενους mani).

Η λέξη μανές (αμανές) ίσως να παράγεται, όπως διαβάζουμε στο βιβλίο του Γεωργίου Φαιδρού περί του σμυρναϊκού μανέ, εκ του "μανέρως" κατά συγκοπήν της συλλαβής "ρω". Ο "μανέρως" ήταν θλιβερός ήχος ή μάλλον ερωτική θρηνωδία λεγόμενος και ολοφυρμός ή Λιναίος θρήνος. Ίσως να έχει σχέση με το επιφώνημα αμάν.

Στην Θεσσαλονίκη



Όπως γράφει ο Τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελεμπή (1668) στα καπηλειά της Εγνατίας και του Βαρδάρη, Τούρκοι, Ρωμιοί, Αρβανίτες, Βλάχοι και ξένοι ναυτικοί ξαπλωμένοι ραχατλίδικα στους καναπέδες ρουφούσαν τους ναργιλέδες κι άκουγαν τους αμανετήδες να λένε τα τραγούδια τους με συνοδεία ούτι και μπαγλαμά. Μόνο στην περιοχή του Βαρδάρη υπήρχαν περίπου 348 καφενεία. Στα 1669 με σουλτανικό διάταγμα έκλεισαν όλα τα καφενεία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Αυτά τα καφενεία σιγά σιγά απέκτησαν σκηνή και το πρόγραμμά τους εμπλουτίστηκε με χορό.

Στην Θεσσαλονίκη καφέ αμάν λειτουργούσαν ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα. Για συγκεκριμένα καφέ αμάν δεν έχουμε δυστυχώς πληροφορίες. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή αρχίζει η εξαφάνιση των καφέ αμάν. Στα μαγαζιά τώρα εμφανίζονται κομπανίες. Έτσι δημιουργούνται τα καφενεία του τύπου «Χρυσούν απίδιον» (η Ρόζα Εσκενάζη εμφανίστηκε εκεί στα 1934) και το «Σμυρναϊκόν κέντρον»

Στην Αθήνα



Στην Αθήνα το πρώτο λειτούργησε το 1873, στην Ιερά Οδό. Το συγκρότημα χρησιμοποιεί βιολιά και από τους τακτικότερους πελάτες είναι ιεροψάλτες οι οποίοι συχνάζουν εκεί «δια να μανθάνωσι τους ήχους και τας αναβάσεις και καταβασίας των αμανέδων και λοιπών τραγουδιών». Εφημερίδα «Αλήθεια» 3-07-1873. Χρησιμοποιείται όμως ο όρος «καφέ σαντούρ» (ωδικά καφενεία ανατολικής μουσικής). Συναντάμε τον όρο «καφέ αμάν» μόνο μετά το 1886. Το 1871 λειτούργησε το πρώτο «καφέ σαντάν» με γερμανίδες χορεύτριες, στο ʼντρον Νυμφών, στις όχθες του Ιλισού οι οποίες με όπλο τα γυναικεία θέλγητρα προσελκύουν ανέλπιστα πλήθη πιστών στην ευρωπαϊκή μουσική, μια εύπεπτη εκδοχή της οποίας προσφέρουν τα ζωηρά τραγουδάκια τους.

Το 1874 επαναλαμβάνεται το πείραμα του 1873 με ακόμη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία. Το συγκρότημα προέρχεται από την Σμύρνη και αποτελείται από δύο τραγουδιστές (Βασίλειος Κονταξής και Αναστάσιος Βελέντζας) δύο βιολιστές (Παναγός Βογιατζής και Κοκόλης Σιλάλης), έναν λαουτιέρη (Δημήτριος Βογιατζής) και έναν σαντουριέρη (Κυριάκος Τσορβάς. Από άρθρο της εφημερίδας «Εφημερίς» 17-07-1874.

Τα επόμενα δώδεκα χρόνια (1874-1886) τα σαντούρια εισβάλλουν σταδιακά σε χώρους ψυχαγωγίας που βρίσκονταν πλησιέστερα το κέντρο. Μέχρι το 1886, που σημειώνεται η μεγάλη έκρηξη του αμανέ στην Αθήνα και εγκαινιάζεται η δεκάχρονη περίπου περίοδος της απόλυτης κυριαρχίας του, δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα, αν οι επισκέψεις των ανατολίτικων συγκροτημάτων γίνονται σε μόνιμη ετήσια βάση.

Το 1883 στο αριστοκρατικότερο θέατρο της πρωτεύουσας, το θέατρο του Φαλήρου, εμφανίζεται ένας αρμένικος λυρικός θίασος. Δίπλα σε πασίγνωστες και αξιοπρεπέστατα παιγμένες γαλλικές οπερέτες, παρουσίαζαν και κάποια αρμένικα έργα, σαν τον Λαπλεπιτζή Χορ-Χορ Αγά του Αρμένιου συνθέτη Ντικράν Τσουχατζιάν, τον Αρίφ και τους Ζεϊμπέκους. Στους Ζεϊμπέκους παρουσίαζαν μάλιστα επί σκηνής σαντούρια, ντέφια και άλλα μη ευρωπαϊκά λαϊκά όργανα. Οι μελωδίες του Λαπλεπιτζή Χορ-Χορ Αγά συνδυασμένες με ελληνικούς στίχους εισβάλλουν την Αποκριά του 1886 στα αριστοκρατικά σαλόνια. Ο πολύ γνωστός «Καϊξής» του Απόστολου Χατζηχρήστου αναπλάθει και επεξεργάζεται ένα θέμα από τις μελωδίες του.

Το 1886 η Αθήνα έχει κατακλυστεί από καφέ αμάν. Δύο εξέχουσες φυσιογνωμίες είναι η Πολίτισσα Φωτεινή (Φωτεινή Κονδυλάκη) και η Σμυρνιά Κιόρ Κατίνα. Η Φωτεινή Κονδυλάκη, ή χανεντέ Φώτω, πλαισιωμένη από τον Πελοποννήσιο βιολιτζή Δημήτριο Ρόμπο, από ένα σαντούρι, ένα λαούτο και ένα κλαρίνο. Το τουρκόφωνο τραγούδι της «Μέμο» τραγουδήθηκε με πάθος.

Αμάν Μέμο!

Κουζούμ Μέμο!

Γιαβρούμ Μέμο!

Σεκέρ Μέμο!

Εβλιάτ Μέμο!

Το τραγούδι αυτό ηχογραφήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1912 από την Ρόζα τη «βασίλισσα».

Τον ίδιο καιρό έκανε την εμφάνιση του και ένα άλλο, γειτονικό στην Ομόνοια, κέντρο του ανατολίτικου τραγουδιού, το Περιβολάκι της πλατείας Γερανίου, που έμελλε να καθιερωθεί σαν το σημαντικότερο αθηναϊκό λημέρι των καλλιτεχνών του καφέ αμάν. Στο Περιβολάκι τραγουδούσε η Ελένη η «λιγύμολπος και καϊμακοπαχουλή» από το Κιρκά Αγάτς της μακρινής Μαγνησίας, πλαισιωμένη από το «πρώτο βιολί της Ανατολής», τον περίφημο Γιοβανίκα της Σμύρνης. Μέσα Ιουλίου εγκαταλείπουν η Ελένη και ο Γιοβανίκας και την θέση τους καταλαμβάνει το λαμπρότερο αστέρι του ανατολικομεσογειακού καφέ αμάν, η Σμυρνιά χανεντέ Κατίγκω ή Κιόρ Κατίνα. Η Κιόρ Κατίνα ήταν διεθνώς καταξιωμένη και η παρουσία της υψώνει κατακόρυφα την ποιότητα του καφέ αμάν (ακόμη και στη συνείδηση των αστών).

Πρέπει να παρατηρήσουμε πως οι γυναικείες μορφές είναι περισσότερες από τις αντρικές. Αξίζει να αναφερθεί η περίπτωση της Ευθαλίας Δημητρίου, η οποία θαμπώνει με τους αισθησιακούς της χορούς. Οι γυναίκες αυτές κατάγονται κυρίως από την Σμύρνη και την Πόλη. Υπάρχουν όμως και Τουρκάλες, Αρμένισσες και Εβραίες.

Τα αντρικά ονόματα που μνημονεύονται σε συνάρτηση με το τραγούδι είναι πολύ λίγα, Εκτός των Κονταξή και του Βελέντζα μας παραδίδονται και τα ονόματα των σμυρναίων Κοκκινάκη και Οβανέζη, του εβραίου Δαβίδ και του σουλιώτη Βούρκου.

Οι άντρες διακρίνονται ως οργανοπαίκτες κυρίως και μπορούν να αναδειχτούν σε αστέρες του καφέ αμάν μόνο όταν κατέχουν τη θέση του πρώτου βιολιστή. Στην κατηγορία αυτή ανήκει ο Σμυρνιός Γιοβανίκας, ο Πανανος Βογιατζής και ο Δημήτριος Ρόμπος, ʼλλοι γνωστοί είναι οι: Ζαράκης, Παπαναστασίου, Παπούτσας, Ζορμπανάκης, και ο Ρουμάνος Μοντρογκάντι. Από τα υπόλοιπα όργανα ξεχωρίζουν: σαντούρι :Κυριάκος Τσορβάς, Γεωργής Ρόμπος, Λάμπης, Χιώτης. Λαουτέριδες: Βογιατζής Δημ, Μουραμπάς Αριστοτέλης. Ο μόνος παίκτης κλαρίνου, του οποίου το όνομα διασώθηκε, είναι ο Παντελής Γκούμας Το μπουζούκι αναφέρεται μόνο σε δύο περιπτώσεις.

Το ρεπερτόριο των καφέ αμάν.



Πέρα από τα τούρικα και αράβικα (αμανέδες, σαρκιά, γιαρέδες (αργά παθητικά τραγούδια), σαμπαϊ, ελφαζιέ(τραγούδια εσωτερικού άλγους) κ.λ.π.), εκτελεσμένα σε ελληνική, τουρκική, αρμένικη και αραβική γλώσσα, τα προγράμματα τους προσέφεραν πλήθος ελληνικά δημοτικά τραγούδια (γιαννιώτικα, κλέφτικα, μοραΐτικα κ.α.), λαϊκά των αστικών κέντρων της Ανατολής (Σμύρνη, Πόλη), αρβανίτικα (γκέκικα), ρουμάνικα (βλάχικα), βουλγάρικα και αιγυπτιακά.

Μουσικοί των καφέ αμάν



Στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι μουσικοί ήταν Έλληνες της Ανατολής και Αρμένηδες. Μνημονεύονται συχνά και Εβραίοι και Γύφτοι. Πρόκειται για τις τέσσερις εθνικότητες, που ανέκαθεν μονοπωλούσαν με επαγγελματική ιδιότητα τις τέχνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Κοινό σημείο αναφοράς ήταν η συνειδητή διαφοροποίηση από το δυτικοευρωπαϊκό μουσικό ιδίωμα.

Τραγούδια και στίχοι



Ονόματα τραγουδιών και στίχοι έχουν διασωθεί ελάχιστα. Αναφέρθηκε ο περίφημος «Μέμος». Οι παλιότεροι στίχοι ελληνικού αμανέ που σώζονται είναι εκείνοι που τραγουδούσε ο σμυρνιός Βασίλειος Κονταξής στην Ιερά Οδό, το 1874:

Το πληγωμένο στήθος μου πονεί, μα δεν το λέει

Τ΄ αχείλι μου κι αν τραγουδεί, μα η καρδιά μου κλαίει.

Ο Μάρκος Δραγούμης σημειώνει ότι το κείμενο αυτό ταυτίζεται απόλυτα με κείμενο μαντινάδας από την Πάτμο.

Έχουν διασωθεί και στίχοι άλλων τραγουδιών. Τα περισσότερα από αυτά είναι δημοτικά ή δημοτικοφανή.

Οι χοροί στα καφέ αμάν



Από το 1873-1885 δεν αναφέρονται χορευτικές επιδείξεις. Ίσως το θέαμα να ήταν ακόμη τολμηρό. Αξίζει να αναφερθεί ότι οι χορεύτριες των καφέ σαντάν χορεύανε. Κατά τα χρόνια όμως της ακμής του καφέ αμάν ο χορός καθιερώθηκε σαν βασικό στοιχείο του προγράμματος. Γνωστά ονόματα χορευτριών ήταν: Χατζή Αμπέρη, Αθηνά, Ελένη. Η χορεύτρια όμως που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή ήταν η Ευθαλία από την Σμύρνη.

Οι χοροί που εκτελούσαν οι παραπάνω καλλιτέχνιδες χαρακτηρίζονταν συλλήβδην «ανατολικοί», αλλά συχνά διαχωρίζονταν σε «αραβικούς», «τουρκικούς», «ελληνικούς» ή «ρουμάνικους». Συγκεκριμένες αναφορές γίνονται στον τσάμικο, στον χασάπικο, τον καρσιλαμά και στον «ανδροπρεπή» ζεϊμπέκικο. Ιδιαίτερα στον τελευταίο διακρινόταν η περίφημη Ευθαλία, Ο ζεϊμπέκικος δικαιολογούσε τη χρήση ειδικών κοστουμιών και μαχαιριών μερικές φορές.

Η ατμόσφαιρα στα καφέ αμάν



Την ατμόσφαιρα στην πρώτη περίοδο μας την παρουσιάζουν σαν ένα είδος ησυχαστηρίου. Το κοινό αποτελούνταν από φιλήσυχο κόσμο νωχελών νοικοκυραίων με τις ρεμβώδεις οικοδέσποινες κι θυγατέρες τους, καθώς επίσης και από υπαξιωματικούς «γενναίους και ιππότας». Από το 1886 όμως αλλάζουν τα πράγματα. Τα καφέ αμάν ανοίγουν στην προκυμαία του Πειραιά, στην αγορά τροφίμων της Αθήνας και σε άλλα σημεία όπου το κοινό δεν μπορούσε να είναι «οικογενειακό». Το κοινό τώρα αποτελείται από ναύτες, εργάτες, εμποροϋπάλληλους και αμαξάδες. Η παρουσία γυναικών δεν μνημονεύεται. Λίγο αργότερα το κοινό χαρακτηρίζεται κουτσαβάκικο. Μια εξήγηση για αυτή την αντιφατική εικόνα του καφέ αμάν είναι η εξής: τα καφέ αμάν διαδόθηκαν ευρύτατα. Η διάδοση τους είναι τόσο μεγάλη που ακόμη και τα καφέ σαντάν συμπληρώνουν το δυναμικό τους με ανατολίτες καλλιτέχνες, οι πρωταγωνίστριες της λαϊκής Παντομίμας αρχίζουν στα διαλείμματα να τραγουδούν και να χορεύουν ελληνικούς και αράπικους ρυθμούς, τα θέατρα για μικρό χρονικό διάστημα εξοπλίζονται με τραγουδιστές και οργανοπαίκτες ανατολικού ιδιώματος, ενώ ο Φασουλής και ο Καραγκιόζης κάνουν το ίδιο. Είναι λοιπόν φυσικό να δημιουργήθηκαν καφέ αμάν με διαφορετικής προέλευσης κοινό.

Η παρακμή των καφέ αμάν



Η παρακμή των καφέ αμάν αρχίζει στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1890. Ένα από τα σημαντικότερα στέκια του στο κέντρο της Αθήνας, εκείνο στην πλατεία του σιδηροδρομικού σταθμού, πέφτει μετά το 1891 σε πλήρη αφάνεια. Το Γεράνι θα κλείσει πριν από τον πόλεμο του 1897. Τα καφέ αμάν αρχίζουν να υποχωρούν και πάλι στις εξοχικές παρυφές, απ’ όπου ξεκίνησαν. Τα «μελίφθογγα» σαντούρια του παρελθόντος τώρα αποκαλούνται «ανηλεή σαντούρια». Όταν έρχονται μεγάλα συγκροτήματα Εβραίων, Αράβων, Αρμένηδων αντιμετωπίζονται ως εξωτικά θεάματα. Η καθοδική πορεία του καφέ αμάν συμπίπτει με την ραγδαία άνοδο μιας άλλης εγχώριας ανατολίτικης λαϊκής τέχνης, εκείνης του Θεάτρου Σκιών. Το 1891 εμφανίζονται οι πρώτοι μπερντέδες στον Σταθμό Αττικής. Στην πρώτη δεκαετία του 20ου τα σαντούρια και ο αμανές φυτοζωούν. Από το 1907 αρχίζει η ακμή της επιθεώρησης. Το 1911 στην εφημερίδα «Αθήναι» αρχίζει μια σειρά από συνεντεύξεις, γύρω από το ζήτημα του εξευρωπαϊσμού των μουσικών προτιμήσεων των λαϊκών μαζών. Ακούγονται διάφορες απόψεις των, Σακελλαρίδη, Ρόδιου, Πετσάλη, Κόκκινου. Κοινή διαπίστωση παραμένει ότι ο αμανές είναι νεκρός. Ο επικήδειος του καφέ αμάν θα πάρει λυρικότερο τόνο το 1912, όταν θα κυκλοφορήσει η ποιητική συλλογή του Κωστή Παλαμά «οι καημοί της λιμνοθάλασσας». Στο ποίημα του «Ανατολή» ο ποιητής θυμάται με νοσταλγία τα νεανικά του χρόνια στο Μεσολόγγι.

Βέβαια καφέ αμάν συνεχίζουν να υπάρχουν. Κλείνουν όμως ένα μετά το άλλο. Το 1926-1927 έκλεισαν τα καφέ αμάν του Ντουρντή και του Γώγου.

Το 1934 στα "Αθηναϊκά Νέα", άνοιξε συζήτηση για την ανατολική μουσική, το θέμα ήταν αν πρέπει να απαγορευτεί, όπως έγινε και στην Τουρκία.

Το τελευταίο καφέ αμάν έκλεισε το 1947. Ήταν η «Χαβάνα» στην οδό Λυκούργου.

Εφημερίδες και περιοδικά



Με την εμφάνιση των καφέ αμάν οι εφημερίδες διχάζονται σε υποστηριχτές της ευρωπαϊκής μουσικής (εφημερίδα «Εφημερίς») και σε υποστηριχτές της ανατολικής μουσικής (εφημερίδες «Εθνοφύλαξ», «Αυγή», «Στοά», «Αιών», «Νέα Εφημερίς») . Από τις στήλες τους αρχίζει μια μακροχρόνια αντιδικία. Η αντιδικία αυτή επεκτείνεται και στο ζήτημα εξευρωπαϊσμού της εκκλησιαστικής μουσικής και της εισαγωγής της τετραφωνίας στους Χορούς των ψαλτών.

Στην δεκαετία του 1880 ο Νικόλαος Πολίτης και ο ευρύτερος καλλιτεχνικός του κύκλος, αντιμετωπίζουν με θετική διάθεση την ανατολική μουσική παράδοση της χώρας. Το περιοδικό «Εστία», του ʼγγελου Βλάχου, είναι το βήμα των ιδεών τους. ʼλλα περιοδικά που τάσσονται υπέρ της ανατολικής μουσικής είναι ο «Ραμπαγάς» του Βλάση Γαβριηλίδη και το «Μη χάνεσαι» του Κλεάνθη Τριαντάφυλλου. Επίσης ο Κωστής Παλαμάς ο οποίος επισκεπτόμενος το Μεσολόγγι τον Ιούλιο του 1882, είχε γοητευτεί από την γιαννιώτισσα κυρία Κούλα. Εικάζεται ότι ο Παλαμάς την άκουγε κρυμμένος πίσω από ένα δέντρο. Μερικές δεκαετίες αργότερα γράφει όμως ο Παλαμάς: «Γιαννιώτικα, Σμυρνιώτικα, Πολίτικα, μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα.......». Χωρίς αναστολές ο νεαρός Γεώργιος Δροσίνης, μέσα από τις σελίδες της «Εστίας» διακηρύσσει τις μουσικές του προτιμήσεις (υπέρ των ανατολικών μελωδιών), ύστερα από μια συνάντηση με Σμυρναίους καλλιτέχνες σε καφενείο της Τήνου.




Πηγή:
Για τα καφέ αμάν της Αθήνας: Χατζηπανταζής Θόδωρος, Της Ασιάτιδος μούσης ερασταί..., εκδόσεις Στιγμή
www.rebetiko.gr