Οι ταμπουράδες και η παραλλαγή τους που ονομάστηκε μπουζούκι, στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, είναι όργανα της δημοτικής μας μουσικής. Εμφανίζονται στην Αθήνα και στον Πειραιά αποκλειστικά σχεδόν στα χέρια αγροτών και νησιωτών που έχουν πρόσφατα μεταναστεύσει στην πόλη. Το μπουζούκι ιδιαίτερα συνδέεται με τον αρματωλισμό και στην δεκαετία του 1890 αρχίζει η επαγγελματική του αξιοποίηση στις παραστάσεις Δραματικών Ειδυλλίων. Έξω από την σκηνή του θεάτρου το μπουζούκι συναντιέται σε καφενεία των χωριών της Αττικής στα χέρια ανθρώπων που δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τον κουτσαβακισμό. Σε καφέ αμάν μόνο δύο σπάνιες περιπτώσεις χρήσης μπουζουκιού γνωρίζουμε. Την
ονομασία ταμπουράς χρησιμοποιεί ο
ελληνικός λαός από πολύ παλιά για μια σειρά
νυκτά όργανα της οικογενείας του λαούτου,
ανεξάρτητα από τις διαστάσεις, τον αριθμό
των χορδών και το κούρντισμά τους. Κατασκευή Το
ηχείο τους είναι είτε σκαφτό είτε με
ντούγες. Παλιότερα χρησιμοποιούσαν για
ηχείο το καύκαλο της χελώνας ή το μισό
ξεραμένης κολοκύθας ή και άλλα αντικείμενα
όπως π.χ. το παγούρι. Οι παλιότεροι
θυμούνται επίσης και ταμπουράδες με καπάκι
από κατεργασμένο δέρμα και όχι από ξύλο.
Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα όργανα αυτά έχει
ο καθεαυτό ταμπουράς, ένα λαουτοειδές με
ημισφαιρικό ηχείο, μακρύ χέρι που ξεπερνάει
το μέτρο και με δύο διπλές συνήθως χορδές
κουρντισμένες κατά πέμπτες ή με τρεις ή και
τέσσερεις διπλές χορδές κουρντισμένες κατά
τέταρτες και πέμπτες. Χάρη στο μακρύ χέρι
και τους κινητούς μπερντέδες, που
εύκολα ανεβοκατεβαίνουν, ο ταμπουράς δίνει
όλη την ποικιλία των μουσικών διαστημάτων
της βυζαντινής και δημοτικής μουσικής:
δίεση, λείμμα, ελάχιστο τόνο, ελάσσονα τόνο
και μείζονα τόνο. Ο δύσχρηστος και τόσο
δύσκολος στην εκμάθηση του ταμπουράς δεν
χρησιμοποιείται πια στον ελλαδικό χώρο.
Μικρότεροι, όμως, εύχρηστοι ταμπουράδες, με
αχλαδόσχημο ηχείο και κινητούς μπερντέδες
χρησιμοποιήθηκαν πολύ έως τον Β Παγκόσμιο
Πόλεμο. Στα χέρια των οργανοπαικτών που
διατηρούσαν την παράδοση, έδιναν τα
διαστήματα της φυσικής κλίμακας, όπως και
τα βασικά διαστήματα της βυζαντινής και
δημοτικής μουσικής. Σήμερα από την ποικιλία
των ταμπουράδων που αναφέρθηκαν παίζονται
μόνο το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς. Το σημερινό μπουζούκι έχει σκάφη με ντούγες και καπάκι με μεγάλη τρύπα για τον ήχο, χέρι σπασμένο προς τα πίσω στο επάνω μέρος, με κεφαλή και κλειδιά όπως του μαντολίνου και μόνιμα τάστα (και όχι κινητούς μπερντέδες). Είναι τρίχορδο ή τετράχορδο. Το τρίχορδο έχει τρεις διπλές χορδές κουρδισμένες σε καθαρή πέμπτη και καθαρή τέταρτη. Το τετράχορδο έχει μονές ή διπλές τις δύο χαμηλότερες χορδές και διπλές τις δύο υψηλότερες και τα διαστήματα που δίνουν είναι καθαρή τέταρτη, μεγάλη τρίτη και καθαρή τέταρτη. Το μπουζούκι έχει μήκος 90 εκ. Έως ένα περίπου μέτρο. |
![]() |
Πως παίζεται Ο
ταμπουράς και όλες οι παραλλαγές του
που παιζόταν παλιότερα συνήθως μόνος του,
είναι ένα όργανο με λεπτό και αδύνατο
σχετικά ήχο, κατάλληλο για συνοδεία
τραγουδιού ή ολιγοπρόσωπων χορών, σε
κλειστό χώρο. Η μελωδία παίζεται συνήθως
στην πρώτη, υψηλότερη χορδή, το καντίνι, ενώ
ταυτόχρονα τη συνόδευαν οι άλλες ανοικτές
χορδές: ένα είδος ίσου τονικής ή πέμπτης
ή τονικής και πέμπτης μαζί κ.λ.π. ανάλογα
πάντα με τον αριθμό των χορδών και το
κούρντισμα του οργάνου. Με τον καιρό η
συνοδεία αυτή εξελίσσεται σε συνηχήσεις
που τελικά παίρνουν τη μορφή της αρμονικής
συνοδείας με βάση τη συγκερασμένη κλίμακα
και την αρμονία της δυτικής μουσικής. Με αυτή
την εναρμόνιση συνοδεύουν σήμερα τα
μπουζούκια το ρεμπέτικο τραγούδι.
Κατεξοχήν δεξιοτεχνικό όργανο, το
μπουζούκι δεν είναι μόνο το κύριο μελωδικό
όργανο στην ορχήστρα του ρεμπέτικου
τραγουδιού, αλλά ταυτόχρονα μοιράζεται και
την αρμονική συνοδεία μαζί με τα άλλα
όργανα της ορχήστρας. Τα μόνιμα τάστα και η
συγκερασμένη κλίμακα απομάκρυναν οριστικά
το μπουζούκι απ ότι άλλοτε το χαρακτήριζε
ως παραδοσιακό ταμπουρά: το μονόφωνο, πάνω
σε τροπικές (modal)
κλίμακες παίξιμο. |
Ο
ταμπουράς στον ελλαδικό χώρο
Όργανα του τύπου ταμπουρά ανιχνεύονται στον ελλαδικό χώρο ήδη από τους αρχαιοελληνικούς χρόνους, με την ονομασία πανδούρα ή τρίχορδον. Η σημερινή άλλωστε ονομασία του προέρχεται από το αρχαιοελληνικό πανδούρα: φανδούρα, θαμπούρα, θαμπούριν, ταμπούριν, ταμπούραν, ταμπουράς.Από τα αρχαιολογικά ευρήματα αναφέρουμε ενδεικτικά το ανάγλυφο της Μαντινείας του 4ου π.Χ. αιώνα, τις τερρακόττες με παραστάσεις οργάνων του ιδίου τύπου και την παράσταση σε μωσαϊκό μιας πανδούρας που παίζεται με πένα στο Παλάτι των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Τους πανδουριστές μετά των πανδούρων εις το δείπνον, ό και τρυγητικόν προσαγορεύεται, αναφέρει ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος στην πραγματεία του Έκθεσις της βασιλείου τάξεως, τον 10ο αιώνα. Πανδούρες αναφέρει επίσης ένα χρονικό του 12ου αιώνα ότι έπαιζαν στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης. Ταμπουρά και βιολί χρησιμοποιούν οι Χιώτες στις διασκεδάσεις τους γράφει ο John Covel το 1677. Όργανα του τύπου του ταμπουρά έπαιζαν και οι αγωνιστές του 1821. Ένα από αυτά ο ταμπουράς του στρατηγού Μακρυγιάννη φυλάσσεται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας.
|
![]() Ζουρνάς, λύρα(;), λαγούτο. Τοιχογραφία: Εμπαιγμός (λεπτομέρεια), 16ου αι. Μ. Βαρλαάμ, Καθολικό, Μετέωρα. |
![]() Ο ταμπουράς του Μακρυγιάννη |
Ο ταμπουράς αναφέρεται στα ακριτικά και στα δημοτικά τραγούδια. Είναι κατάλληλος για την διδασκαλία των διαστημάτων της βυζαντινής μουσικής όπως γράφει στο βιβλίο του «Θεωρητικόν Μέγα της Μουσικής», ο αρχιεπίσκοπος Δυρραχίου Χρύσανθος. |
_________________________________
Πηγή:
Φοίβος
Ανωγειανάκης, Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά
Όργανα, Εκδόσεις Μέλισσα.