Βαμβακάρης - Μπιθικώτσης

ΣΤΗ ΖΩΗ ο άνθρωπος ταπεινώνεται πολλές φορές και πάντα πληρώνει τις κακοκεφαλιές του. Ο άνθρωπος φτιάχνει το στρώμα της ζωής του, το στρώνει και αναλόγως κοιμάται. Όταν αρχινάς τη ζωή σου μέσα στον πόνο, ο πόνος σου γίνεται βίωμα. Το καλό είναι πως απ' την πρώτη στιγμή μαθαίνεις τους τρόπους για να τη βγάζεις καθαρή. Αλλά πρέπει να προσέχεις. Γιατί τελικά θα σου λάχει αυτό για το οποίο τραγουδάς. Ό,τι τραγουδάς, στο τέλος συμβαίνει. Σα να προκαλείς τη μοίρα να πει κι αυτή το τραγούδι σου. Ο Μάρκος μού μίλαγε, κι απ' τα λόγια του βγαίνανε τραγούδια. Το «Τι πάθος ατελείωτο» το γέννησε μπροστά μου και σ' εμένα το τραγούδησε πρώτη φορά. Ήταν ένα από τα βράδια που δεν είχαμε να φάμε ούτε μία μακαρόνια σκέτα. Ήταν βράδυ καλοκαιριού, και στο πρώτο μαγαζί που μπήκαμε —μια αυλή περιφραγμένη με λουλούδια και καλάμια— οι παρέες θέλανε να χορέψουν ευ-χορούς. Με το που άρχισε το τζουκ μποξ να παίζει τις... κομπαρσίτες, εμφανίζεται μια παρέα που ήξερε ότι περνάει απ' το μαγαζί ο Μάρκος και ήρθαν να τον ακούσουνε. Μας βλέπουν στην άκρη που καθόμασταν, ένα τραπεζάκι κοντά στις καλαμιές, και λένε στον πατέρα μου: «Έλα να μας πεις δυο τρία τραγούδια. Για σένα ήρθαμε». Αλλά το μαγαζί δεν τον άφησε τον Μάρκο να παίξει και να τραγουδήσει, γιατί υπήρχαν πολλοί άλλοι που θέλανε μόνο τα ευρωπαϊκά και τ' αργεντίνικα. Με πήρε ο Μάρκος και φύγαμε αμέσως. Όπου κι αν πήγαμε να παίξουμε, μας έδειχναν την εξώπορτα —οι πελάτες θέλανε τανγκό και ροκ— κι έτσι, ο Μάρκος κι εγώ μεροκάματο γιοκ. Τίποτα. Στεγνοί. Ρέστοι. Τον είχανε παραμερίσει οι εποχές τον Μάρκο, επειδή του λεί-πανε δόντια κι έπρεπε να βάλει χρυσά. Τον είχανε παραμερίσει, επειδή είχε μουστάκι και φορούσε μάλλινες, χοντρές φανέλες αντί για γραβάτες και κοστούμια. Κι όσοι τον δέχονταν καμιά φορά στο πάλκο τους, τον είχαν με βδομαδιάτικο. Όταν ξεκίνησα εγώ να δουλεύω μαγαζιά ως επαγγελματίας μπουζουξής, έπαιρνα εβδομήντα μεροκάματο. Τον ίδιο καιρό που τον Μάρκο τον πλήρωναν εβδομήντα τη βδομάδα. Κατά τις τέσσερις τα ξημερώματα, κι αφού είχαμε περάσει απ' όλα τα στέκια, πήραμε το δρόμο για το σπίτι. Κάποια στιγμή μου λέει: «Με προσβάλανε απόψε. Στεναχωρέθηκα. Ο βράχος λύγισε. Κοίταξε, ρε μάγκα, πώς κατάντησα. Με βλέπουνε σαν αντίκα. Να μην μπορώ εγώ να βγάλω μια δεκάρα και να κονομάνε τα τζουκ μποξ»

Τον έβλεπα να προχωράει μπροστά κι από το σκύψιμο των ώμων του καταλάβαινα πόσο βαριά το είχε πάρει κι σε σημείο απελπισίας. κι αυτοσχεδίαζε. Τον άκουγα να μουρμουρίζει:

Τι πάθος ατελείωτο που είναι το δικό μου
όλοι να θέλουν τη ζωή κι εγώ το θάνατο μου
Απελπίστηκα, μανούλα μου, τόσο να υποφέρω
Κουράστηκα μες στη ζωή τον χάρο να γυρεύω

Από του Αϊ-Γιάννη του Ρέντη μέχρι τα Άσπρα Χώματα, είχε φτιάξει μέσα στο κεφάλι του και τους στίχους και τη μουσική. Φτάσαμε στο σπίτι, κατεβήκαμε στο καμαράκι του, στο υπόγειο, πήρε το μπουζούκι και μου 'παίξε ολόκληρο το τραγούδι. Το είπε σα νεράκι, λες και του το είχε κάνει πάσα ο Θεός, λες και ήρθε ένας άγγελος, φτερούγισε δίπλα στο κεφάλι του και του ψιθύριζε το στίχο.

Εκείνο το βράδυ άκουσαν οι ουρανοί το κάλεσμα του Μάρκου κι εκείνη τη σιωπηλή προσευχή που κατά βάθος τα λόγια της ήταν: «Όχι άλλο, γαμώτο. Με φάγανε τα βάσανα και δεν αντέχω. Μη, ρε Θεέ μου. Φτάνει. Όχι άλλη ξεφτίλα. Σώσε με!» —και την άλλη μέρα το μεσημέρι ήρθε με το ποδήλατο του ο Μπιθικώτσης, μαζί με τον Νίκο τον Καρανικόλα, μεγάλο μπουζουξή και συνθέτη εκείνης της εποχής, και έφερε τη μεγάλη είδηση στον Μάρκο, ότι η δισκογραφική εταιρεία δέχτηκε να ηχογραφήσει τραγούδια του Βαμβακάρη με τη φωνή του Γρηγόρη. Τον θυμάμαι σαν τώρα να παρατάει το ποδήλατο στο δρόμο και να τρέχει προς το σπίτι φωνάζοντας: «Μάρκο μου, έχω την εντολή από τον Τάκη τον Λαμπρόπουλο της "Κολούμπια". Λέει να μπω στο στούντιο να ηχογραφήσω όλα τα τραγούδια σου. Ό,τι έχεις πει θα το ξαναπώ εγώ. Και τα παλιά τραγούδια σου και καινούρια και όσα θα γράψεις από δω κι ύστερα». Είχαν μεγάλη αγάπη οι δυο τους και σεβασμό. Στα πρώτα τραγούδια που ηχογράφησε ο Γρηγόρης είχε ζητήσει απ' τον Μάρκο να τραγουδήσει και να κάνει δεύτερες φωνές, κι ο Μάρκος είχε δεχτεί. 0 Γρηγόρης θεωρούσε ότι ο Μάρκος τον είχε στηρίξει όταν άρχισε να δημιουργείται και του είχε παντοτινό σεβασμό και αγάπη μέχρι ψυχοπάθειας. Του είχε τσιμπήσει την καρδιά ο Μάρκος. Κι αυτή η αγάπη έμεινε αιώνια, δεν έσβησε ποτέ. Ό,τι γράφεται στην ψυχή δεν ξεγράφει.

Το ίδιο βράδυ ξανάρθε ο Μπιθικώτσης, μαζί με μια ομάδα μπουζουξήδων. Και το θυμάμαι αυτό το βράδυ, γιατί κελάηδησε όλη η γειτονιά και όλη η Παλιά Κοκκινιά. Και αυτό και όλα τα επόμενα βράδια, γέμιζαν κόσμο τα στέκια της περιοχής —και πιο πολύ του Αβραάμ το καφενείο — , ερχόταν ο κόσμος ν' ακούσει τις πρόβες, ν' ακούσει τις πενιές να βγαίνουν απ' το υπόγειο καμαράκι του Μάρκου και να δαντελώνουν τη γειτονιά για να βλέπει το λεκανοπέδιο της Αττικής πώς χορεύουν και γλεντούνε τα Άσπρα Χώματα.

Έμαθαν οι γείτονες και οι φίλοι ότι θα ξαναρχίναγε ο Μάρκος την κανονική δουλειά και τις φωνογραφήσεις. Η αγάπη, ο θαυμασμός και η λατρεία που του είχανε, τους έκανε να θέλουν να τρέξουνε κοντά του.

Από κει και πέρα όλα πήγανε ρολόι. Είδε ο Μάρκος τη μοίρα του να γυρνάει καπάκι. Κι ο Μπιθικώτσης έγινε το κλειδί για τη σωτηρία του Μάρκου. Έδεσαν τόσο πολύ οι δυο τους, που το δέσιμο αυτό ήταν απ' τα καλύτερα του εικοστού αιώνα. Ο Μπιθικώτσης τραγουδάει Μάρκο Βαμβακάρη. Κανείς δεν ξεπέρασε τις ερμηνείες αυτές. Ο Μπιθικώτσης ήξερε τα τραγούδια από το στόμα του Μάρκου και με σεβασμό, αγάπη, κέφι, τα πήρε και τα τραγούδησε με τρόπο θρυλικό. Ο Μάρκος ήταν το όνειρο του . Σου υπογράφω — μέσ' απ' τα χρόνια που έχω σ' αυτή τη δουλειά ως μπουζουξής και συνθέτης — ο Μπιθικώτσης είναι ένα αστέρι που ανάβει για να μάθει τους ανθρώπους να τραγουδάνε, να διασκεδάζουν και να προβληματίζονται. Έτσι, με τις ερμηνείες του Γρηγόρη, ξεκίνησε η δεύτερη καριέρα του Μάρκου, η οποία ήταν συνταρακτική. Και —ύστερα από λίγους μήνες— ξανάκουγες παντού τους «Ρεμπέτες του ντουνιά», τις «Βεργούλες», το «Αντιλαλούν οι φυλακές» και «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν». Δεν υπήρχε στον Πειραιά καφενείο, ταξί πειρατικό ή φορτηγό, που να μην ακούς απ' τα ηχεία του Μάρκο Έτσι ήταν ο Μάρκος. Έφτιαχνε τα τραγούδια μέσα στο νου του και δεν τα ξέχναγε ποτέ. Ξέρεις ότι οι συνθέτες, όταν σκεφτούν μια μελωδία και δεν την ηχογραφήσουν επιτόπου, την ξεχνάνε αργότερα και γι' αυτό κυκλοφορούν μ' ένα μαγνητοφωνάκι στην τσέπη; Ο Μάρκος είχε όλα του τα τραγούδια χαραγμένα μέσα στο κεφάλι του και δεν μπορούσε τίποτα να τα σβήσει.

Μάνος Τσιλιμίδης "ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ. Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΓΚΑΣ. Ο ΣΤΕΛΙΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ". Εκδόσεις "Κάκτος"

www.rebetiko.gr