ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
Φάε Λάδι Κι Έλα Βράδυ


Ο Μάρκος ήτανε πειραχτήρι και μέγας πλακατζής.

Μια φορά σ’ ένα νησί, κάποιος θαυμαστής του έδωσε ένα τσουβάλι ελιές. Βαρύ φορτίο. Έπρεπε κάποιος να τις μεταφέρει -έτσι δεν είναι;- όμως ούτε ο Μάρκος μπορούσε, ούτε άλλος κανείς.

Έκανε ο πατέρας μου παρέα και συνεργαζότανε κάπου-κάπου μ’ ένα χοντρό τραγουδιστή που τον λέγανε Νομικό και είχε μια φωνή ίδια με του Γούναρη και τρομερή λόξα με τα σκυλιά ράτσας. Ο Νομικός είχε φτιάξει την «Κομπανία της Σύρας» μαζί με άλλους τρεις μουσικούς –τον Αντώνη τον Κεφάλα, τον Βασίλη τον Κουραμάνα και τον Βαγγέλη Πρέκα. Όποτε βρισκόταν ο Μάρκος στη Σύρα κόλλαγε δίπλα στους τρεις, τσοντάριζε την παρουσία του και ανανέωνε το ενδιαφέρον των Συριανών για τη συγκεκριμένη κομπανία. Ο κόσμος της Σύρας αγαπούσε τα τραγούδια του Μάρκου και η ομάδα των μουσικών γουστάριζε τον πατέρα μου, τον θαύμαζε, πέταγε τη σκούφια της να συνεργάζεται μαζί του. Κι έτσι ο πατέρας μου όταν πήγαινε σε άλλα νησιά τους έπαιρνε κοντά του, πότε έναν-έναν και πότε όλους μαζί, όποτε κι αυτοί μπορούσαν ν’ αφήσουν τη Σύρα και να τον ακολουθήσουνε.

Μάρκος και Νομικός, κάνανε καλό ντουέτο οι δυο τους και ξεσυνερίζονταν όλη την ώρα σαν τα μικρά παιδιά, τη στήνανε ο ένας του αλλουνού και στο τέλος παινεύονταν για το ποιος την πάτησε πρώτος. Αθώα πειράγματα, χωρίς κακία.

Πάει λοιπόν ο Μάρκος στο καφενείο του λιμανιού, πιάνει τον φίλο του και του λέει: «Ρε Νομικέ. Εσύ που είσαι καλό παιδί, γερό και νταβραντισμένο, έλα να γίνεις η ξεκούραση του φίλου σου. Κάνε την παλικαριά να πεταχτούμε εδώ πιο κάτω, να σου δώσω ένα κυνηγόσκυλο που μου κάνανε πάσα. Θέλω να μου κουβαλήσεις ένα δέμα μέχρι το καράβι για να το πάρει ένας φίλος μου λοστρόμος και να μου το πάει στα Άσπρα Χώματα. Και το σκυλί δικό σου. Κράτησέ το. Είναι σπάνιο. Δεν θα το ξαναβρείς».

Αγνό και απονήρευτο παιδί ο Νομικός, άκακο πλάσμα, σηκώνεται και ακολουθεί τον πατέρα μου. Τον πάει ο Μάρκος στις αποθήκες του λιμανιού και τον φορτώνει με το τσουβάλι. Σουρώνουνε οι ελιές τα ζουμιά τους στην πλάτη και στους ώμους του Νομικού και του κάνουν το άσπρο κοστούμι αγνώριστο. Αλλά τι να πει ο δικός σου; Είχε πατήσει τη μπανανόφλουδα του Μάρκου, ήταν πλέον αργά για διαμαρτυρίες και γκρίνιες, μετά την απομάκρυνση απ’ το ταμείο ουδέν λάθος αναγνωρίζεται.

Επιστρέφουν και σε όλο το δρόμο ο Νομικός είναι να τον πιάσεις από τα ρουθούνια και να κάνει μπαμ. Μουρμούραγε και καθρεφτιζόταν σε τζαμαρίες και βιτρίνες, μήπως καταφέρει να υπολογίσει την έκταση της ζημιάς που είχε υποστεί το λευκό κοστούμι του. Μπαίνουν στο καφενείο και οι θαμώνες στράφηκαν να δουν ποιος ήταν ο λαδωμένος ποντικός που έφερνε μαζί του ο Μάρκος ο μπουζουξής. Και τους λέει ο πατέρας μου: «Έχετε ξαναδεί ρε μάγκες πιο καλολαδωμένο κουστούμι;». Και ενώ η αίθουσα τρανταζόταν απ’ τα γέλια, γυρνάει ο Μάρκος στο θύμα του και συμπληρώνει: «Ρε Νομικέ. Σταμάτα να φοράς άσπρα σακάκια. Ξέρεις πόσο σου πάει το λαδί;».

Μάνος Τσιλιμίδης "ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ. Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΓΚΑΣ. Ο ΣΤΕΛΙΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ". Εκδόσεις "Κάκτος"

www.rebetiko.gr