Ρεμπέτικο - Rebetiko

άρθρα-βιβλία

1. γρήγορη αναζήτηση


30/10/2005
- Συγγραφέας: ΑΝΝΑ ΒΛΑΒΙΑΝΟΥ
- Το ΒΗΜΑ
Τα τραγούδια τους δεν έχουν χάσει τίποτε από την αξία τους συγκρινόμενα με τα σημερινά. Απεναντίας... Το ερώτημα είναι: Αν ζούσαν σήμερα οι δημιουργοί τους, θα έγραφαν τα ίδια αριστουργήματα; Και αν ναι, το δισκογραφικό περιβάλλον θα ενδιαφερόταν για αυτά, θα είχε τρόπο να τα προωθήσει;

Ενα παιχνίδι παράδοξο! Με το «θα» του ασυντέλεστου να προκαλεί το παρελθόν. Αν ζούσαν σήμερα οι στυλοβάτες του τραγουδιού, οι άνθρωποι που μόνο τον βιολογικό τους κύκλο διέγραψαν και όχι τον ιστορικό, θα υπέγραφαν αντίστοιχα τραγούδια με εκείνα που τους εξασφάλισαν την αθανασία; Θα εμπνέονταν από την εποχή; Αν ο Μάρκος ήταν σήμερα ένας συνθέτης που έπρεπε να δισκογραφεί συγχρόνως με τον Φοίβο και τον Καρβέλα, τη «Φραγκοσυριανή» θα έγραφε; H δισκογραφία θα την προωθούσε και ποιο θα ήταν το κατάλληλο βιντεοκλίπ;

Τα τραγούδια του Μάρκου, της Ευτυχίας, του Τσιτσάνη, του Λοΐζου, του Γκάτσου... από τα ραδιόφωνα, τα μεγάφωνα της διασκέδασης, τις συναντήσεις με τους φίλους, τα κυριακάτικα τραπέζια. Τραγούδια που στηρίζουν προγράμματα κέντρων και συνδέουν σημερινούς θαμώνες με την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Τραγούδια που επανεκδίδονται για να διεκδικήσουν νέους, σε ηλικία, ακροατές. Τραγούδια που χαρακτηρίζονται σπουδαία όχι με τη γλώσσα του μάρκετινγκ αλλά με τη διαβεβαίωση του χρόνου.

H «μελλοντολογία του παρελθόντος» είναι αυθαίρετη διαδικασία. Αναζητώντας μέσα από πιθανές υποθέσεις αιτίες και αφορμές για τετελεσμένα γεγονότα, προκύπτουν συμπεράσματα. Είναι τα ίδια που εξηγούν γιατί δεν δισκογραφούν σήμερα τραγούδια σημαντικοί συνθέτες όπως ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Δήμος Μούτσης κ.ά. H εποχή των εύκολων σουξέ δεν αφήνει πολλά περιθώρια για διαχρονικές εμπνεύσεις. Σήμερα τα τραγούδια γράφονται για να εξυπηρετούν τις ανάγκες των αοιδών στις πίστες. Εκεί παίζεται το «χοντρό» παιχνίδι του κέρδους. Τα τραγούδια εσωτερικών αναζητήσεων δεν είναι στις προτεραιότητες των δισκογραφικών. Τα ριάλιτι είναι πλέον καθοριστική πραγματικότητα για τις εξελίξεις στον χώρο της βιομηχανίας του δίσκου. Αυτές οι συνθήκες, αυτό το περιβάλλον θα ενδιέφερε τους μεγάλους απόντες; Απαντούν άνθρωποι που γνωρίζουν το έργο τους, γνώρισαν και τους ίδιους.

Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου

H Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας το 1893. Εζησε την καταστροφή του 1922. Την προσφυγιά. Τη φτώχεια. Τον έρωτα. Την εγκατάλειψη. Την περιφρόνηση, για πολλά χρόνια. Τη χλεύη. Τον τζόγο. Το θεατρικό μπουλούκι. Και το πιο φοβερό: έχασε ένα παιδί. Ηταν μια γυναίκα βαθιά χαρακωμένη, αλλά και αφάνταστα δυνατή. Ο ποιητής που διάβαζε και θαύμαζε και ο οποίος την επηρέασε βαθιά ήταν ο Κώστας Κρυστάλλης. H μεγάλη αγάπη της, το δημοτικό τραγούδι και το πρώιμο, μικρασιάτικο, ρεμπέτικο. Ολα αυτά ήταν ο κόσμος της. Κι αυτόν τον κόσμο τραγουδάει. Γιατί το τραγούδι δεν φτιάχνεται σ' ένα εργοστάσιο, μέσα σ' έναν δοκιμαστικό σωλήνα. Φτιάχνεται από βιώματα, από διαβάσματα, από ακούσματα, από την ψυχή του δημιουργού. Αν η Ευτυχία ήταν σήμερα 25-30 ετών, είχε γεννηθεί δηλαδή το 1975, το 1980 θα είχε άλλες εμπειρίες, άλλες παραστάσεις, θα είχε διαβάσει και ακούσει πολύ περισσότερα και πολύ διαφορετικά πράγματα. Θα ήταν, επομένως, διαφορετικός άνθρωπος απ' αυτόν που ξέρουμε και μας μιλάει μέσα από το «Δυο πόρτες έχει η ζωή» το «Είμαι αϊτός χωρίς φτερά», το «Αχ βρε κόσμε γυάλινε», το «Ρίξε στο γυαλί φαρμάκι» κτλ. Με το ταλέντο που ήταν προικισμένη, πάντως, μπορώ βάσιμα να υποθέσω ότι και τώρα θα «σκάλιζε» ωραιότατα. H δισκογραφία όμως θα την αγνοούσε απολύτως...

Ο Μανώλης Ρασούλης για τον Μάνο Λοΐζο

Αν ξάφνου ξαναγύριζε ο Μάνος Λοΐζος θα συνέβαιναν τρία τινά: θα καθόταν ώρες νηφάλιος, σαν ανατολίτης πρίγκιψ καλοανατεθραμμένος, να πίνει καφέ και να 'ναι χαμένος στον κόσμο του, μετά θα πήγαινε να δει τ' αγγόνι του και σίγουρα θα του έγραφε ένα τραγούδι, τρίτον, αν ερχόταν κάποιος εργάτης να του φτιάξει μια βρύση, ας πούμε, θα τον καλούσε σε μια αδυσώπητη παρτίδα τάβλι. Και κατά τέταρτον, θα ρωτούσε τι γίνεται στον χώρο του τραγουδιού. Θα κούναγε την ωραία κεφάλα του αλλά δεν θα καταλάβαινες αν στεναχωριόταν ή αδιαφορούσε. Είχε αρχίσει, βέβαια, από τότε να νιώθει τη γύρω του κατιούσα και τα στεγανά που έβαλε η δισκογραφική βιοτεχνία, για να γίνει μια μαμούχαλη βιομηχανία με τους σκυλάδες σε απόλυτη επικυριαρχία. Ο Μάνος υπήρξε - εκτός από μένα - το τελευταίο οχυρό, που φύσει και θέσει η ποιότητα υπερτερούσε στη δημιουργία του μιας και ήταν ο κρίκος που ένωνε λαϊκούς και λεγόμενους έντεχνους. Νομίζω όμως ότι θα δυσανασχετούσε από τη χιονοστιβάδα και το απόλυτο της συντέλειας. Θα με αναζητούσε για να κάνουμε μαζί μια προσπάθεια. Αυτή τη φορά δεν θα τον εγκατέλειπα. Θα έκανα τη μέγιστη προσπάθεια, γιατί κι εγώ έχω ανάγκη από τον Μάνο, αλλά θα τον έπειθα να μη συμβιβαστούμε με τα τραγελαφικά δόγματα της χαζοβιομηχανικής δισκογραφίας. Υπάρχει όμως και μια περίπτωση να μην έκανε τίποτα απ' όλ' αυτά. Να σηκωνόταν και να γύριζε πίσω σε στυλ ήλθε, είδε και απήλθε. Ξέροντας όμως ότι τουλάχιστον εγώ δεν υποχώρησα και δεν συμβιβάστηκα με τους φώσκωλους (με ωμέγα το κω). Ως εδώ και μη παρέκει!

Ο Παναγιώτης Κουνάδης για τον Μάρκο Βαμβακάρη

H θεματολογία του Μάρκου: χασίσι, έρωτας, κοινωνική κριτική. Στον τομέα της χρήσης των ουσιών, ιδιαίτερα του χασίς, με ιδιαίτερα σκληρό και αιχμηρό τρόπο έβαλε τα θεμέλια της τοποθέτησης του προβλήματος σε ευρύτερη κοινωνική βάση, βάζοντας στο παιχνίδι την εξουσία και τις ευθύνες της. H μεταφορά αυτή στη σημερινή εποχή και αποδεχόμενοι το υψηλότερο επίπεδο γνωστικού πεδίου που θα είχε αποκτήσει - είχε πάθος με την απόκτηση γνώσεων - μας καθοδηγούν στο να υποθέσουμε ότι θα κατήγγελλε με την ίδια και μάλλον μεγαλύτερη αποφασιστικότητα κατ' αρχήν, το παγκόσμιο φιάσκο και την υποκρισία στο πρόβλημα των εν γένει ψυχοτρόπων ουσιών. Κι αυτό γιατί και ο ίδιος, αφού υπέπεσε στο «αδίκημα της χρήσης», καταλάβαινε ότι η παγκόσμια απαγόρευση είχε επιβληθεί από αυτούς που ωφελούνται. Δηλαδή τους λαθρέμπορους των ουσιών. Τα τραγούδια του σήμερα τέτοια θέματα θα έθεταν.

Το πάθος του για τις γυναίκες εκφράστηκε με αντιφατικό τρόπο στα περισσότερα τραγούδια του, ακόμη και στα χασικλίδικα - αφού γρήγορα, μόλις στα 18 του, ενεπλάκη στα «δεσμά» του γάμου. Στη σημερινή πραγματικότητα, γίνεται πιθανόν αυτό το πάθος του να έπαιρνε ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, αφού είναι επίσης πιθανόν να γνώριζε, επιστημονικά, την επιβεβαίωση της πολυγαμικότητος του ανθρώπινου είδους.

Ο Νίκος Ξυδάκης για τον Βασίλη Τσιτσάνη

Αυτά που θα μπορούσε να πει κανείς για τον Τσιτσάνη θα μπορούσαν να ισχύουν κάλλιστα και για το είδος αρκετών ακόμη καλών λαϊκών τραγουδιών. Δηλαδή μιας σημαντικής λαϊκής τέχνης προ τηλεόρασης. Ισως να μην έχει ιδιαίτερο νόημα ν' αναρωτιέται κανείς αν θα μπορούσε να προσαρμοστεί ή αν θα τον έβρισκε σύμφωνο η καινούργια πραγματικότητα και οι απαιτήσεις της. Ο ίδιος και τα τραγούδια του είναι περισσότερο ζωντανά από πολλούς και πολλά που βρίσκονται «εν ζωή». Τώρα αλλιώς περπατάει ο κόσμος, αλλιώς χορεύει, κι αλλιώς τραγουδάει. Φαίνεται πως στα δικά του χρόνια κάτι συνολικά δρούσε ώστε ακόμη και οι περιθωριακές καταστάσεις και οι παρεκκλίσεις, όπως τα ρεμπέτικα τραγούδια, κυρίως με τη δική του συμβολή, να γίνονται περισσότερο αποδεκτές - συν τω χρόνω. Σήμερα, τέτοια στάδια και διαδρομές δεν χρειάζονται. Τα πράγματα θριαμβεύουν ακαριαία και εξαφανίζονται το ίδιο.

Πώς να φανταστούμε αυτή τη σοβαρή οικειότητα του ίδιου και των τραγουδιών του, την ευαίσθητη φιγούρα του και ελαφρώς ειρωνική να περιφέρεται με την ίδια άνεση στη νυχτερινή μάγισσα Αθήνα. Στις Τζιτζιφιές, στο Φάληρο ή στο Σκοπευτήριο. Λίγο-πολύ έχουν γίνει... μυρμηγκοφωλιές και καταναγκαστικά κέντρα διασκέδασης. Μπορεί και να γελιόμαστε, βέβαια. Τα γλεντζέδικα τραγούδια του να θεωρούνται από τον κόσμο εφάμιλλα της νέας μορφής συλλογικής ευτυχίας που ζούμε. Μπορεί ο μονήρης χορός ζεϊμπέκικος να εκλαμβάνεται ως η πλέον ερωτική, τραγική, ατομική θυσία. Ο ερωτισμός της μουσικής του να είναι όμοιος με τον ερωτικό «Σπανιολισμό» που έχει κυριεύσει τη χώρα.

Ας αφήσουμε τη βαριά βιομηχανία των Μέσων που τελευταία κάνει μεγάλη στροφή προς την κουλτούρα και τη λογοτεχνία. Θα δυσκολευότανε μάλλον να διακρίνει έναν καλλιτέχνη του δρόμου τύπου Τσιτσάνη που τραγουδάει για μπατιρήματα, αλάνια, παιδάκια φίνα με ψυχή, μάνες που αναστενάζουν και καράβια από την Περσία. Αντιθέτως αναγνωρίζει το καλό που πάει από το πεζοδρόμιο. Τον Φοίβο της Μυθολογίας, τον Δάντη της Κολάσεως και το αριστούργημα του Πλουτάρχου «Βίοι Παράλληλοι». Τι θα έκανε αλήθεια μια κεφάτη μεν, αλλά και ειρηνική φωνή και ψυχή σαν του Τσιτσάνη μπροστά σ' αυτή την Εξέγερση και τον Ερωτικό Αναβρασμό; Πιθανόν να του αρκούσε εκείνο το πυκνότατο επιφώνημα που απευθυνόταν στους Μεγάλους χορευτάδες, για όσους τον πρόλαβαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής: «ΑΛΑ ΜΟΡΤΕΣ!».

Ο Μάνος Ελευθερίου για τον Νίκο Γκάτσο

Το θέμα δεν είναι μόνο τι στίχους θα έγραφε σήμερα ο Νίκος Γκάτσος (ένας σπουδαίος στιχουργός στον καιρό του). Το θέμα είναι αν κατ' αρχήν γνωρίζουν τη στιχουργική του εργασία οι νεότεροι συνθέτες και αν κάποιος απ' αυτούς, έστω από περιέργεια, του ζητούσε στίχους. Δεν νομίζω ότι ο ίδιος θα είχε αντίρρηση να γράψει. Οπως κάποτε έγραψε για τους πολύ νεότερούς του συνθέτες Ξαρχάκο, Μούτση, Χάλαρη, Χατζηνάσιο, έτσι θα έγραφε και σήμερα για τον Ανδρέου, τον Χατζηγιάννη, τον Θηβαίο, τον Μάλαμα, τον Καρβέλα. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε το εξής: Οσοι από τους νεότερους συνθέτες ανέφερα, συνεργάστηκαν με τον Γκάτσο όχι διότι ήταν μόνο σπουδαίος στιχουργός, αλλά διότι απλούστατα είχε συνεργαστεί με τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη! Αυτοί οι δύο ήταν το διαβατήριο και τα παράσημά του. Αλλωστε την ίδια ακριβώς εποχή υπήρχαν κάμποσοι θαυμάσιοι στιχουργοί και του λαϊκού και του ελαφρού τραγουδιού, που, δυστυχώς για αυτούς, εκείνη η ώρα ήταν και το επισκεπτήριο της αποχώρησής τους. Αν φθάσουμε στην υπόθεση ότι έγραφε ο Γκάτσος σήμερα, ναι, νομίζω θα προσαρμοζόταν χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ισως για οικονομικούς λόγους, ίσως για παιχνίδι. Θα προσάρμοζε στίχους του με τους στίχους που κυκλοφορούν και ιδίως με εκείνους που γίνονται επιτυχίες. Ωστόσο δεν παύει να τριβελίζει το βασανιστικό ερώτημα: θα του ζητούσαν οι νεότεροι συνθέτες στίχους; Οχι. Θα τον είχαν ξεγράψει. Σαν να μην υπήρξε ποτέ. Οπωσδήποτε μερικοί θα τον αναφέρανε στις συνεντεύξεις τους και αυτό θα ήταν όλο. Και ο Γκάτσος και η επόμενη κουστωδία των στιχουργών έπειτα από εκείνον θα ήταν στον σωρό με τα άπλυτα. Θα του καταλογίζανε ναφθαλίνη, υπερβολική ποίηση, ακαταλαβίστικες εικόνες. Ναι μεν καλός για την εποχή του και για κείνους που έγραψε, αλλά όχι για τη σημερινή εποχή. Αδύνατον να παρακολουθήσει τα νέα ρεύματα. Τις αναζητήσεις των νέων, τις ανακατατάξεις, το νέο λεξιλόγιο.


Το ΒΗΜΑ, 30/10/2005 , Σελ.: C08
Κωδικός άρθρου: B14603C081
ID: 273319


 Σχόλια X